Είναι καιρός όμως κάποιες από τις ξεχασμένες αυτές προσωπικότητες να τις φέρουμε στην επιφάνεια, ώστε να τις γνωρίσουν και οι σημερινοί. Μια τέτοια περίπτωση είναι η οικογένεια του Κωνσταντίνου Γκαρμπολά από την Κρανιά Ολύμπου, χωριό που από το 17ο έως το 19ο αιώνα ευημερούσε, όπως και τα γειτονικά χωριά Ραψάνη και Αμπελάκια, χάρη στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου των μεταξωτών υφασμάτων.
Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς ή Γκαρπολάς. Γεννήθηκε, όπως ό ίδιος γράφει, στην Κρανιά Ολύμπου το 1790. Μεγαλώνοντας σ’ ένα χωριό γεμάτο βιοτέχνες και εμπόρους ακολούθησε τα βήματα πολλών συγχωριανών του και μετανάστευσε. Το 1818 τον βρίσκουμε στην Οδησσό της Ρωσίας. Το 1818-20 βρίσκεται στο Βουκουρέστι ασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου και του βιβλιοπώλη. Το 1820 εγκαθίσταται στη Βιέννη ασχολούμενος με εκδοτικές επιχειρήσεις. Στη Βιέννη γνωρίζεται με πολλούς σημαντικούς Έλληνες, όπως τον κοντοχωριανό και φίλο του Χρ. Περραιβό από την Πούρλια (Παλιοί Πόροι), τον Ι. Κωλέττη, τον Κ. Κούμα, τον Άνθιμο Γαζή κ.α. Από τη Βιέννη βοηθάει ποικιλότροπα την επαναστατημένη πατρίδα. Όπως γράφει ο ίδιος σ’ ένα γράμμα του στον Ι. Κωλέττη το 1838, « Απών κατεδαπάνησα και χρόνους και περιουσίαν δια την ωφέλειαν της πατρίδος». Στα χρόνια αυτά εξέδωσε το τρίτομο «Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης» του Άνθιμου Γαζή, τη Γεωγραφία του Βάλβη σε μετάφραση του Κ. Κούμα κλπ. Το 1837 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου ιδρύει τυπογραφείο, χυτήριο, βιβλιοδετείο και βιβλιοπωλείο, για να συνδράμει στην ανύψωση της παιδείας της πατρίδας ( προσπαθώ να φανώ και παρών χρήσιμος εις την πατρίδα, γράφει).
Το τυπογραφείο του ήταν το μεγαλύτερο της πόλης απασχολώντας σαράντα εργαζόμενους. Στα χρόνια 1838-1844 εκδίδει 40 περίπου τίτλους βιβλίων, (εγκυκλοπαίδεια, αρχαίους συγγραφείς κλπ). Ταυτόχρονα ανοίγει βιβλιοπωλεία και στις μεγαλύτερες τότε πόλεις της Ελλάδας, το Ναύπλιο, την Πάτρα και τη Σύρα. Η επιχείρηση όμως δεν πάει καλά. Η μεγαλεπήβολη προσπάθειά του να κυκλοφορήσει πολλές και πολυδάπανες εκδόσεις σε μια μικρή πόλη όπως η Αθήνα της εποχής και η έλλειψη πρόσβασης στα κέντρα εξουσίας, όπου κυριαρχούσε ο ανταγωνιστής του Ανδρέας Κορομηλάς, φίλος και ευνοούμενος του Βασιλιά Όθωνα, σύντομα τον οδήγησαν στην πτώχευση το 1844. Φαίνεται πως ο Γκαρμπολάς υπερεκτίμησε τόσο τον αριθμό των υποψήφιων αγοραστών όσο και τις οικονομικές τους δυνατότητες. Για να μπορέσει να πουλήσει τα απούλητα βιβλία του, απευθύνθηκε στο κράτος. Με απόφαση του υπουργού Παιδείας και οικογενειακού του φίλου Ι. Κωλέττη το 1847 αγοράζονται πολλά βιβλία, τα οποία μοιράζονται δωρεάν σε άπορους μαθητές και παιδιά αγωνιστών. Τον Ιούνιο όμως του 1848, λίγο πριν από το θάνατό του, ο Κ. Γκαρμπολάς παραπονιέται ότι δεν είχε πληρωθεί ακόμα. Το έργο του θα συνεχίσουν οι τρεις γιοι του, Αλέξανδρος, Μιλτιάδης και Σοφοκλής.
Αλέξανδρος Γκαρμπολάς (1820;- ).
Την ίδια χρονιά που πτώχευσε ο Κ. Γκαρμπολάς, το 1844, ο πρωτότοκος γιος του Αλέξανδρος, έστησε το δικό του εκδοτικό οίκο. Είχε γεννηθεί στη Βιέννη λίγο πριν από την επανάσταση του 1821. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης φιλολογία. Ήρθε στην Αθήνα και άρχισε να εργάζεται στο τυπογραφείο του πατέρα του μαζί με τα άλλα δυο αδέρφια του. Στο τυπογραφείο του Αλέξανδρου τυπώθηκε το 1845 το βιβλίο του Εμ. Ξάνθου «Απομνημονεύματα της Φιλικής Εταιρείας», με το οποίο ο συνιδρυτής της ‘Φιλικής Εταιρείας’ αντικρούει τις κατηγορίες που κάποιοι είχαν εξαπολύσει σε βάρος του. Το τυπογραφείο διατηρήθηκε μέχρι το 1859 εκδίδοντας συνολικά 72 τίτλους βιβλίων.
Μιλτιάδης Γκαρμπολάς (1823-1910).
Ο δεύτερος γιος του Κ. Γκαρμπολά, Μιλτιάδης, γεννήθηκε στη Βιέννη το 1823. Μετά τις σπουδές του στη Βιέννη εργάστηκε στην οικογενειακή επιχείρηση. Εμφανίζεται ως τυπογράφος, εκδότης και συγγραφέας σχολικών βιβλίων στην Αθήνα το 1848, χρονιά που πέθανε ο πατέρας του. Η εκδοτική δραστηριότητα του Μιλτιάδη στην Αθήνα τέλειωσε το 1856. Στα οχτώ αυτά χρόνια της δραστηριότητάς του στην Αθήνα εκδόθηκαν από το τυπογραφείο του 35 τίτλοι βιβλίων. Ενώ όμως η τυποεκδοτική δραστηριότητα του Μιλτιάδη στην Αθήνα τελείωνε, η προσπάθειά του συνεχίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1850, έχοντας ως συνεταίρο το συγχωριανό του Κρανιώτη έμπορο Νίκο Ψάλτη, πατέρα του διάσημου Σμυρνιού γιατρού Απόστολου Ψαλτώφ, ιδρύει εκδοτικό οίκο στη Θεσσαλονίκη. Είναι η πρώτη ελληνική εκδοτική επιχείρηση στη βόρεια Ελλάδα. Όμως ένα μόνο χρόνο κράτησε η επιχείρηση εκδίδοντας πέντε βιβλία. Οι τουρκικές αρχές διέκοψαν τη λειτουργία της, επειδή αρνήθηκε ν’ απαρνηθεί την ελληνική ιθαγένεια. Το 1852 πούλησε το τυπογραφείο κι επέστρεψε στην Αθήνα.
Σοφοκλής Γκαρμολάς (1833-1911)
Ο μικρότερος γιος του Κ. Γκαρμπολά, ο Σοφοκλής, γεννήθηκε στη Βιέννη το 1833. Αποφοίτησε από το Α΄Γυμνάσιο Αθηνών και σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αυστρία και Γερμανία. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1853. Μυήθηκε στην τέχνη του τυπογράφου κοντά στ’ αδέρφια του. Όμως η εκδοτική του περιπέτεια κράτησε μόνο ένα χρόνο. Το 1857 ορίζεται σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία της Βιέννης. Την επόμενη όμως χρονιά εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, στην οποία ξεκινάει εκδοτικές δραστηριότητες. Το 1860 παντρεύεται την Εριφύλη Οικονόμου-Βαλταδώρου κόρη μεγαλέμπορου. Με τη βοήθεια του πεθερού του παίρνει άδεια και το 1875 εκδίδει την εφημερίδα «Ερμής». Είναι η πρώτη ελληνική εφημερίδα που εκδίδεται στην εβραιοτουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη.
Για να μπορέσει να επιβιώσει η εφημερίδα, δείχνει μεγάλη ευελιξία, γιατί η παρεμβάσεις της τουρκικής διοίκησης είναι συχνές. Το 1881 η εφημερίδα μετονομάστηκε σε «Φάρο της Μακεδονίας», ενώ το 1898 σε «Φάρο της Θεσσαλονίκης». Τη διεύθυνση τώρα αναλαμβάνουν οι γιοι του Σοφοκλή Αλέκος και Νίκος. Η εφημερίδα σταμάτησε να εκδίδεται το 1912 λίγο πριν από την απελευθέρωση. Οι εφημερίδες του Σοφοκλή υποστήριζαν με επιμονή τη φιλελεύθερη μερίδα στις ενδοκοινοτικές διαμάχες του 1882-88. Οι εφημερίδες αυτές υπήρξαν σταθμός για την ελληνική κοινότητα Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και ο Δήμος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έχει δώσει το όνομα του Σοφοκλή Γκαρμπολά σε δρόμο της πόλης. Πέθανε στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου 1911. Η κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν πολλοί επίσημοι της εποχής, κατέληξε σε διαδήλωση υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Τόση ήταν η αγάπη του για την πατρίδα, ώστε μρ τη διαθήκη του άφησε όλη του την περιουσία στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης.
Η οικογένεια των Γκαρμπολάδων από την Κρανιά Ολύμπου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο χώρο της τυπογραφίας το 19ο αιώνα. Η αγάπη και η προσφορά της στο έθνος υπήρξε μοναδική. Πρώτα ο γενάρχης Κωνσταντίνος άφησε μια επιτυχημένη επιχείρηση στη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στην ασήμαντη τότε Αθήνα, για να βοηθήσει με την τέχνη του την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας. Ύστερα ο γιος του Μιλτιάδης άνοιξε το δρόμο για την αναγέννηση του μακεδονικού ελληνισμού. Τέλος ο τρίτος γιος, ο Σοφοκλής, εκδίδοντας το 1875 την πρώτη ελληνική εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη, ενίσχυσε όσο λίγοι το φρόνημα των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης. Η προσφορά των Γκορμπαλάδων στον ελληνισμό υπήρξε ανυπολόγιστη. Και κάτι ακόμα. Μέχρι και τα εγγόνια του Κωνσταντίνου περηφανεύονταν που κατάγονταν από την Κρανιά Ολύμπου. Ας το έχουν υπόψη τους κάποιοι σημερινοί, που μόλις κατεβούν σε μια πόλη, ξεχνούν το χωριό τους.
Περισσότερα για τους Γκαρμπολάδες μπορεί να βρει κανείς σε άρθρο μου στο ‘Θεσσαλικό Ημερολόγιο’, τ. 64 (2013), σ. 367-384.
* Του Γιάννη Μπασλή δρ. φ.