Μα ποτέ δεν αντέδρασε σωστά. Και λυπήθηκε με τον χαμένο παράδεισο. Και ύβρισε θεούς και δαίμονες. Τελευταία όμως η θυμική του κατάσταση, άλλαξε επικίνδυνα.
Ζει σε μια κατάσταση απάθειας. Σχεδόν αφασίας. Κουράστηκε. Απελπίστηκε. Χαρακτηριστικός είναι ένας διάλογος με φίλο μου παλαιό συμμαθητή. «Δεν είμαι καλά, μου είπε». «Και γιατί;» τον ρώτησα. Γιατί δεν μου φτάνουν οι σκοτούρες, τα βάσανα και οι ανέχειες, έχω και το γιο μου άνεργο. Είκοσι πέντε χρονών παιδί. Με πτυχίο Καθηγητού. Ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά, αλλά δεν βρίσκει. Έ, του λέω: Μήπως είναι ο πρώτος; Κατάρα της εποχής μας είναι. «Όχι μου λέει. Το παιδί μου αρρώστησε. Σηκώνομαι το πρωί, τον βλέπω στο κρεβάτι. Σήκω παιδί μου. Σήκω να βγεις λίγο έξω. Και μου απαντά. Δεν μπορώ μπαμπά. Απελπίστηκα. Δεν θέλω τίποτα. Είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος».
Εκεί φτάσαμε. Θα αρρωστήσουν τα παιδιά μας. Το πιο δυναμικό ενεργό κομμάτι της πατρίδας το χάνουμε. Πολλά παιδιά φεύγουν στο εξωτερικό. Όσα μένουν λογαριάζουν πότε θα βρουν λεφτά, πότε θα πάρουν σύνταξη. Ποτέ. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, που παλεύουν για να ζήσουν. Αλλά πολλά, παιδιά ιδίως, που κατέχονται από μία διάχυτη αίσθηση κατατονίας και παραίτησης, καταθέτουν τα όπλα. Μία ψυχοφθόρα διάλυση τα τυραννά.
Θα θυμάστε όλοι την εποχή της ευφορίας. Της χαρούμενης διάθεσης. Της ανεμελιάς και της καλοπέρασης. Κάποια ώρα όπως ξέρετε, μας ήλθαν τα πρώτα μηνύματα. Ένα τσίμπημα στην ψυχή. Ήταν η πρώτη ψυχολογική αντίδραση. Άντε είπαμε. Θα το ξεπεράσουμε. Αμ, δε! Σωρείτες και άλλα σύννεφα, σκέπασαν τη χώρα μας. Τα πράγματα, φανερά πήγαιναν στο χειρότερο. Να και η δεύτερη ψυχολογική αντίδραση. Οι περιορισμοί και οι περικοπές. Ένα σοκ μη αναμενόμενο. Τώρα μας κατέχει η αγωνία και οι ενοχές. Πού πάμε; Τι μας περιμένει; Έπεσαν και τα Capital Controls. Βρε τα λεφτά μας. Τα έχουμε στην άκρη, για ώρα ανάγκης. «Μην ανησυχείτε. Ως τα Χριστούγεννα θα τα άρουμε», μας είπαν. Κι άλλο Πινόκιο.
Μας κατέχει όμως και η ενοχή. Μήπως δεν σταθμίσαμε έγκαιρα την κατάσταση; Μήπως φταίμε κι εμείς; Πήραμε την οικογένεια στο λαιμό μας. Τα παιδιά... τα παιδιά, τι θα γίνουν; Μήπως επιπόλαια και άσκεπτα γίναμε κι εμείς όργανα μιας θλιβερής πολιτικής; Γιατί μπήκαμε στο χορό, μιας πλαστής ευωχίας και καλοπέρασης; Τι το θέλαμε το δάνειο; Γιατί να πάρουμε δεύτερο αυτοκίνητο για τον κανακάρη μας που σπουδάζει; Γιατί; Γιατί; Να μην αλλάξουμε τα έπιπλα, τόσα χρόνια τα ίδια. Να μείνουμε πίσω από το γείτονα, που πάει ταξίδια στο εξωτερικό, για το ψιλοπήδημα; Νιώθουμε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μας, κι εναγώνια αναρωτιόμαστε. «Πότε θα λήξει αυτό το μαρτύριο;»
Τρίτη λοιπόν ψυχολογική αντίδραση. Η οργή, ο θυμός, το μένος. Φταίνε οι προηγούμενοι. Όχι, φταίνε οι τωρινοί. Φωτιά λοιπόν και τσεκούρι. Ο κόσμος είχε ακόμα αντιστάσεις. Κατεβήκαμε όλοι στους δρόμους. Άλλοι με πλακάτ και ντουντούκες, άλλοι με μολότωφ και φωτιά. Όλοι εναντίον όλων. Δεν αφήσαμε τίποτα όρθιο. Από πλακόστρωτα και μπουρλότα, από καμένα καταστήματα και αυτοκίνητα, μέχρι στυγνές δολοφονίες αθώων ανθρώπων μας (MARFIN). Διαδηλώσεις, αιτήματα, αποκλεισμοί Υπουργείων. «Δώστε μας. Δεν έχουμε να πάρουμε γάλα για τα παιδιά μας, να γιατροπορέψουμε τα γερόντια μας, να, να, να... Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Και είχαν δίκιο. Τί να δώσουν! Όσα είχαν τα Ταμεία, τα έφαγαν οι τερμίτες. Οι εξυπνάκηδες. Οι καταφετζήδες.
Έτσι ήλθε η τελευταία ψυχολογική αντίδραση του λαού. Αποδοχή και παραίτηση. Είναι αυτή η ψυχολογική αντίδραση, που ζούμε σήμερα όλοι οι Έλληνες. Και τι μπορούμε να κάνουμε; Μας έδεσαν πισθάγκωνα. Μας έρχονται βροχή οι μειώσεις. Τα ειδοποιητήρια. Οι πλειστηριασμοί. Τα πρόστιμα. Πώς ν` αντιδράσουμε; Τα αποδεχόμαστε και παραιτούμαστε από κάθε αντίδραση. Δεν πάει άλλο.
Ένα μόνο μας απομένει. Η ελπίδα. Ε, αυτή δεν μπορούν να μας την πάρουν. Την περιμένουμε από το Θεό. Θα μου πείτε, πως και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Έ, άμα μας τόχει!
Του Κων/νου Ι. Παπακωνσταντίνου