Ίσως σε αυτή την απόφαση να με ώθησε βέβαια και η χαμηλή τιμή που βρήκα στο μικρό ξενοδοχείο αυτού του χωριού. Όταν τελικά έφτασα, τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα περίμενα. Λίγα μαγαζιά και λιγοστοί τουρίστες που κυρίως ενδιαφέρονταν για το ψάρεμα.
Στον πρώτο μου αναγνωριστικό περίπατο, μια μεσόκοπη γυναίκα σ’ ένα μπαλκόνι τίναζε ένα χράμι, με μια έκφραση απέχθειας στα μούτρα, για την σκόνη που πήγαινε όλη πάνω της, αφού είχε την απρονοησία να τινάζει το χράμι κόντρα στον άνεμο. Πλησίασα και τη ρώτησα που θα μπορούσα να πιω έναν καλό καφέ. «Να σου φτιάξω εγώ!» Μου απάντησε αυτή αφελέστατα. Την ευχαρίστησα χαμογελώντας πλατιά και έχοντας σαν πρώτη σκέψη στον νου πως ακόμη οι άνθρωποι εδώ παρέμεναν ανέγγιχτοι, παρόλο την αλματώδη τουριστική ανάπτυξη που είχαν λίγο πιο δίπλα τους. «Κάποιο καλό μαγαζί δεν υπάρχει καλή μου κυρία» της φώναξα μετά από αρκετά λεπτά, τόσα που η γυναίκα με πέρασε και λίγο αλαφροΐσκιωτο. Κράτησε το χράμι με το ένα χέρι και με το άλλο μου έδειξε. «Ξάνθος, δεύτερο δρομάκι, από την παραλία αριστερά. Δε κλείνει ποτέ. Κοντά στις εφτά πηγές» μου είπε σχεδόν τραγουδιστά, κελαρυστά, «εκεί που σχηματίζεται μια μικρή λίμνη».
Κι άρχισε αμέσως ένα κανονικό τραγούδι, με μια όμορφη φωνή που με έκανε να μην φύγω, αλλά να καθίσω και να ακούσω. «Επήρες μας τη λεμονιά μαζί με τα λεμόνια, που ’πλώναμεν τα ρούχα μας απάνω κι εμυρίζαν. Επήρες μας τη λεμονιά μαζί με τα λεμόνια που ’πλέναμεν τα ρούχα μας απάνω κι εστεγνώναν». Σαν είδε η γυναίκα πως είχε και ακροατή, άρχισε πιο δυνατά το τραγούδι και με στόμφο τώρα πια, καθώς ανθόσκαγε και κάθε λίγο από ένα χαμόγελο, στον μοναδικό, παράξενο και λίγο ζαβό γι’ αυτήν ακροατή της. « Εμπροστινό μου περγαντί και πισινή φρεγάδα, στο κούρσος θα ’βγουμεν τα δυο αυτήν την εβδομάδα». Αυτά είναι τραγούδια γάμων, μου φώναξε, άκουσε τώρα και το τελευταίο: Σύρε, λεβέντη το χορό, σύρ’ τον με την υγεία σου, που να χαρής τα νιάτα σου και την παλικαριά σου. Έτσι μου έκλεισε το μάτι, αποχαιρετώντας με, μαζί μ’ ένα αυθεντικό χαμόγελο, μιας και το τραγουδιστικό της πάθος έφτασε στο τέλος του. Η όλη κατάσταση μου έφερε μια ευθυμία, λες και μετείχα σε καμιά ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Φελίνι. Τα τραγούδια που μόλις άκουσα, ο Ξάνθος που δεν έκλεινε ποτέ, το είδα και ο ίδιος άλλωστε όταν έφτασα εκεί. Πάνω από την πόρτα, μια πολυκαιρισμένη μεγάλη ταμπέλα, αλλά με φρεσκοβαμμένα κεφαλαία γράμματα το έγραφε: « Ο Ξάνθος δεν κλείνει ποτέ».
Αν και περπάτησα μέχρι να το βρω, άξιζε τελικά τον κόπο. Ήταν μια παλιά αίθουσα που είχε τα πάντα, ήταν μπακάλικο, περίπτερο, καφενείο, εστιατόριο, μέσα σε μια καταπράσινη περιοχή που κυριαρχούσαν τα πεύκα. Μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, ήταν δίπλα ακριβώς από την πόρτα του μαγαζιού και ήταν η πρώτη που καλωσόριζε τους πελάτες, χαϊδεύοντας τους ελαφριά στο κεφάλι καθώς πέρναγαν. Το πρώτο που μου έφεραν να πιώ, στο παράξενο αυτό κατάστημα, ήταν τρεχούμενο νερό, από κοντινή πηγή και ας μην το ζήτησα. Έτσι ήταν η συνήθεια του καταστηματάρχη, η δεύτερη δηλαδή συνήθειά του, μια και η πρώτη ήταν να μην κλείνει ποτέ. «Σύμφωνα με το κοράνι, μόνο το τρεχούμενο νερό εξαγνίζει, γι’ αυτό πιες», είπε κάπως άγαρμπα ο Ξάνθος, μια κοντόχοντρη συμπαθητική, ζωηρή φιγούρα που ήρθε αμέσως να μου πάρει παραγγελία, μ’ ένα κάπως ασταθές βήμα και που μόνο ξανθός δεν ήταν. Με κοίταξε για λίγο και άρχισε αμέσως τις παράξενες ερωτήσεις και ας πήρε την παραγγελία του. «Άπνοια έχει σήμερα έ; Ούτε οι κορυφές των πεύκων δεν κουνιούνται, ασάλευτες είναι». Και στα ξαφνικά, στα απρόσμενα άρχισε έναν ατελείωτο μονόλογο. Το μαγαζί του άστραφτε από καθαριότητα, η διακόσμηση του ήταν λιτή, ένα μαντολίνο κρεμασμένο στον τοίχο, έδινε μόνο μια διαφορετικότητα στον χώρο.
Έτσι με υποδέχτηκε ο Ξάνθος, μιλώντας συνέχεια, αλλά πάντα με χαμογελαστό πρόσωπο και έχοντας έναν τόνο θριάμβου στην φωνή του, για τα πράγματα που είχε να προσφέρει το μαγαζί. Ο απλός καφές που του παρήγγειλα, δεν φάνηκε να τον πολύ ικανοποίησε και συνέχισε να μιλά με κάπως πιο ουδέτερη τώρα φωνή: « Οι Ιωαννίτες ιππότες γι’ αυτό ήρθαν στο νησί μας, νερό έψαχναν, ιστορία που έχουμε και εμείς ε;» Φαινόταν από το ύφος του πως είχε πρόθεση να πει πολλά ακόμη. Ίσως για αυτό να μην έκλεινε ποτέ το μαγαζί του, σκέφτηκα, γιατί του άρεσε απλά η παρέα των ανθρώπων και η κουβέντα. Αυτές οι παλαιότερες γενιές, είχαν τον τρόπο τους να δημιουργούν οικεία ατμόσφαιρα στο άψε σβήσε. Εξωτερίκευαν εύκολα και απονήρευτα και την παραμικρή τους σκέψη. Σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων άνηκε σίγουρα και ο Ξάνθος. «Θα σου κάνω λίγο παρέα μέχρι να κρυώσει ο καφές σου» έτσι μου είπε και κάθισε, αλλά δεν ξαναέφυγε και ας κρύωσε ο καφές και ας τον ήπια.
Ο Ξάνθος φαινόταν πως δεν είχε καμιά πρόθεση να σταματήσει, είχε πολλά ακόμη να μου πει, το κουβεντολόι του δεν είχε τελειωμό. Με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια και πήρε την άδεια μόνος του να συνεχίσει τον μονόλογό του: «Από το 1309 μας κατάκτησαν, άλλοτε Ρωμαίοι, άλλοτε Γενουάτες και Φράγκοι, κάποτε μας πούλησαν και στους Ιππότες. Στο τέλος μας ήρθαν οι Τούρκοι, αργότερα οι Ιταλοί. Ο αέρας της ελευθερίας έκανε καιρό να έρθει στο νησάκι μας. Συμφωνείς;» Δεν περίμενε να πάρει και κάποια απάντηση. Μόλις τελείωνε το ένα του θέμα, άρχιζε αμέσως το άλλο χωρίς καμιά παύση. Έλεγε και έλεγε, μπέρδευε τα φυσικά με τα αφύσικα, πράγματα που μπορεί και να έγιναν και άλλα που σίγουρα δεν έγιναν. Δεν μου πήγαινε όμως με τίποτα να τον σταματήσω και ας φαινόταν ότι η διήγησή του δεν θα τελείωνε εύκολα. Βλέποντας το πάθος του καθώς μιλούσε, τον άκουγα στωικά. Κάπου, κάπου σηκωνόταν από την καρέκλα του, για να δώσει έτσι περισσότερο έμφαση στα λόγια του και να αναπαραστήσει καλύτερα με χειρονομίες αυτά που έλεγε. Γινόταν τόσο παραστατικός που πίστευα πως αν παρατηρούσα λίγο καλύτερα, θα έβλεπα την ανεμοδαρμένη βάρκα του να κλυδωνίζεται μεταξύ θάλασσας και ουρανού […] «Κάλιο ψωμί και στ’ άχυρα, παρά ψάρια και στη θάλασσα. Για τούτο άνοιξα και αυτό το μαγαζί και ησύχασα. Ναυάγησα βλέπεις στον τόπο μου, στο χωριό μου. Πρώτα πήγα να μάθω κουπί και μετά τιμόνι, αλλά μιας και κουπί δεν έμαθα, έμαθα το τιμόνι και έγινα στεριανός, χα! χα! χα! ». Γελούσε καθώς μιλούσε εύκολα και όταν το έκανε, γελούσε με την καρδιά του, το αβίαστο γέλιο του ενωνόταν μ’ αυτά που έλεγε. Έτσι έμεινα περισσότερο, δοκίμασα και το κρασί του με το πορφυρό χρώμα που ανέδυε άρωμα από λευκά τριαντάφυλλα, γεύτηκα και τον μεζέ του, τοπικό τυρί, μαζί με ελιές από δικά του λιόδεντρα και άκουσα για ώρες ακόμη τις ιστορίες του Ξάνθου που τελειωμό δεν είχανε.
* Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη