Του Ηλία Κανέλλη
Η φαντασία στην εξουσία, έλεγαν οι αριστεροί διαδηλωτές στον γαλλικό Μάη του 1968. Η σημερινή «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδεικνύεται ότι δεν την ενδιαφέρει τόσο η φαντασία όσο η εξουσία.
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτήρισαν την πολιτεία του σημερινού πρωθυπουργού ήταν η προσπάθειά του να συναναστρέφεται διανοούμενους. Επιδίωξε μάλιστα να είναι κοντά στις φίρμες, στους διάσημους Ευρωπαίους της σκέψης, που γεμίζουν τα αμφιθέατρα, που τα βιβλία τους πουλάνε σε αριστερό ακροατήριο και που, σε μεγάλο βαθμό, εκφράζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν, κατάφερε και εμφανίστηκε από κοινού όχι μια φορά με τον ηγέτη της αριστερής παραδοξολογίας, τον Σλαβόι Ζίζεκ, και θα συνέχιζε να είναι ο γκουρού του αν δεν διέπραττε το ολέθριο λάθος, να πει ότι πρέπει να πάνε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (τα γνωστά σοβιετικά γκουλάγκ) όσοι δεν στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατόπιν αυτού, ο Ζίζεκ έπαψε να είναι προνομιακός συνομιλητής του κ. Τσίπρα, ο οποίος αρκέστηκε σε ένα φλερτ με τον έτερο ακατανόητο αντικαπιταλιστή Τζόρτζιο Αγκάμπεν και κάτι δευτεροκλασάτους Ιταλούς αριστερούς, χωρίς ακροατήριο έξω από τον κύκλο της ριζοσπαστικής αριστερής εφημερίδας «Μανιφέστο».
Φαίνεται, όμως, ότι τον κ. Τσίπρα τον τρώει το μαράζι της διανόησης. Κι όταν έγινε κυβέρνηση, αποφάσισε να επενδύσει το μέλλον της χώρας σε μια σειρά μεγάλες μορφές του αριστερού πανεπιστημιακού κατεστημένου. Στον Γιάννη Πανούση, οι δημόσιες παρεμβάσεις του οποίου, εισάγονται πάντα από επιλεγμένα ερεβώδη ποιητικά αποσπάσματα. Στον Αριστείδη Μπαλτά, ασφαλώς επειδή έχει υπάρξει στην Ελλάδα διαπρύσιος οπαδός ενός στοχαστή όπως ο Λουί Αλτουσέρ που τον θυμόμαστε (όσοι τον θυμόμαστε) κυρίως επειδή έπνιξε τη γυναίκα του. Στον Γιώργο Κατρούγκαλο, που διακρίθηκε ως αντιμνημονιακός συνταγματολόγος, αλλά στην πραγματικότητα έχει την ετοιμότητα, την ευστροφία, την κατάρτιση και την αντοχή ενός τυπικού Έλληνα συνδικαλιστή, παλιάς καραβάνας μάλιστα. Στον Γιάνη (με ένα νι) Βαρουφάκη, διότι ήταν ήδη διασημότητα της οικονομικής θεωρίας, αν και πρωτίστως ως μιντιακή περσόνα. Και άλλους, που δεν χρειάζεται να αναφέρω, επειδή μπορεί να θεωρηθώ προκατειλημμένος.
***
«Καθηγητές τρεις, και εχάθη η πατρίς». Η φράση που αναπαράγεται συχνά στις ημέρες μας ανήκει στον πρώτο καγκελάριο της Γερμανίας, Ότο Μπίσμαρκ, και έχει κανείς την εντύπωση ότι έχει εφαρμογή στη σημερινή κυβέρνηση. Οι προαναφερθέντες, άλλωστε, έστω κι αν είναι τέσσερις (όπως, άλλωστε, τέσσερις ήταν και οι Τρεις Σωματοφύλακες), ήδη έχουν προλάβει να δώσουν δείγματα του πώς μεταφράζεται η σκέψη τους σε πολιτική πράξη.
* Ο Γιάννης Πανούσης, επικεφαλής της αστυνομίας, στην πράξη έχει καταργήσει τον επεμβατικό ρόλο των Σωμάτων Ασφαλείας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να διευρυνθούν νέα μέτωπα παραβατικής συμπεριφοράς, έως τώρα με ένταση σε δύο πεδία: στο πεδίο της αισθητικής των πόλεων (την οποία διεκδικούν οι οπαδοί της ρύπανσης διά του γκραφίτι ακόμα και μνημείων της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς) αλλά και στο πεδίο υπεράσπισης των καταδικασμένων τρομοκρατών, έως σήμερα στο όνομα καλύτερων συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές.
* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ως αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης ήδη διαπρέπει, αφού όπως έχει αποκαλύψει το Βήμα, η νομική εταιρία του είχε αναλάβει υποθέσεις επαναπροσλήψεων απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων, που μεταξύ άλλων σήμερα είναι υπουργική αρμοδιότητα. Νόμιμο, λέει ο υπουργός, ναι αλλά και ηθικό;, του απαντούν οι αντίπαλοί του.
* Ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει εντυπωσιάσει τα διεθνή ΜΜΕ, δυστυχώς όχι για την εμβάθυνσή του στα προβλήματα, αλλά για το lifestyle του, το καταραμένο lifestyle που η Αριστερά κατάγγελλε μια ζωή. Όνειρα χλιδής, επαναστάτης χωρίς αιτία με την αντισυμβατική ενδυματολογία του στις επίσημες εμφανίσεις, ξένοιαστος καβαλάρης με τη μεγάλου κυβισμού μηχανή του, εκκεντρικός με τον φόρο των τροφών με μεγάλη περιεκτικότητα σε λιπαρά που σχεδιάζει να επιβάλει, είναι ο αδιαφιλονίκητος αστέρας, παγκόσμιας εμβέλειας, της σημερινής κυβέρνησης. Δυστυχώς, πέρα από την επικράτεια του lifestyle, δεν χαίρει της εκτιμήσεως που θα ήθελε.
* Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι ο καθηγητής που επιχειρεί να επαναφέρει το Πανεπιστήμιο στην κατάσταση του κομματισμού, από την οποία θεωρούσαμε ότι μας απάλλαξε οριστικά ο νόμος Διαμαντοπούλου. Η θεωρητική του θέση αντιτάσσεται στην αριστεία, τη θεωρεί ένδειξη ταξικής παιδείας, ενώ αυτός πιστεύει στον λαό. Η εγκύκλιός του για την επέτειο της Επανάστασης του 1821, που περιστρεφόταν γύρω από το μοτίβο «εμείς, ο λαός», ήταν μνημείο λαϊκισμού, αφού περιφρονούσε την έννοια του πολίτη, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τη θεσμική θωράκιση των δυτικών κοινωνιών απέναντι στις υπερβολές της εξουσίας.
***
Οι διανοούμενοι στη ζωή του Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο, θαρρείς και ενεργοποιούν κάποιο αδιόρατο απωθημένο. Ο πρωθυπουργός δεν αρκείται στον πρωθυπουργικό του ρόλο, που του επιτρέπει να μιλάει και να ακούγεται όποια στιγμή και για όποιο θέμα επιθυμεί. Φαίνεται ότι επιθυμούσε διακαώς να κατακτήσει και τον πανεπιστημιακό θώκο. Και τα κατάφερε.
Την 25η Μαρτίου, ανέβηκε στην έδρα του Πανεπιστημίου Αθηνών και μίλησε στον πρύτανη και στους (περισσότερους) καθηγητές, για ένα θέμα που ο ίδιος δεν μπορεί να κατείχε: το νόημα του 1821. Παρακάμπτω όσα είπε, αλλά μένω σε ένα πραγματικό ερώτημα: τι νόημα έχει ένας πρωθυπουργός να παριστάνει κάτι που δεν είναι; Τι νόημα έχει να παριστάνει τον ιστορικό, με ένα κείμενο που του έχουν γράψει άλλοι;
Ματαιοδοξία; Φροϊδικό απωθημένο, να μιλήσει από θέση κύρους σε έναν θεσμό στον οποίο διακρίθηκε κυρίως ως καταληψίας. Στην πραγματικότητα είναι μια πράξη – επίδειξη εξουσίας. Η εξουσιολαγνεία δεν είναι ακριβώς αυτό για τον οποίο εξέλεξε τον κ. Τσίπρα και το κόμμα του ο ελληνικός λαός.