Από την σημερινή και προϊούσα κατάρρευση των θεσμών δεν μπορεί να εξαιρεθεί η Δικαιοσύνη. Είναι μεγάλο δυστύχημα. Επειδή η Δικαιοσύνη αποτελεί τον θεμελιώδη κορμό προστασίας των πολιτών. Και γι’ αυτόν τον λόγο οι δικαστές είναι ισόβιοι. Όχι απλώς μόνιμοι. Είναι εντελώς ανεξάρτητοι, καθώς συνθέτουν την μεγάλη ασπίδα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία αποτελούν τους άλλους δύο πυλώνες λειτουργίας μιας ευνομούμενης πολιτείας. Κανένας όμως λειτουργός των δύο τελευταίων δεν απολαμβάνει το προνόμιο της ισοβιότητας, που διασφαλίζει τη πλήρη ανεξαρτησία γνώμης και σκέψης από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.
Πολύ γνωστός νομικός της Λάρισας μου είπε κάποτε, πως συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα «Όποιος έχει δίκιο να φοβάται. Όποιος έχει άδικο, να ελπίζει. Συμβαίνει και αλλού αλλά όχι σ’ αυτή την έκταση». Του παρατήρησα, πως ο λόγος του είναι κάπως σκληρός. Εκείνος- καθώς αργά κάποιο απόγευμα βρισκόμαστε κάπου ήσυχα-μου αντέτεινε, πως ο ίδιος στις δεκαετίες της σταδιοδρομίας του είχε τραυματικές εμπειρίες, που δικαιώνουν την ‘’σκληρή’’ προσέγγισή του.
¨Θα σου διηγηθώ -μου είπε- δυο, τρία από τα εκατοντάδες παραδείγματα δικών μου υποθέσεων του απώτερου όμως παρελθόντος, που δεν σχετίζονται με την περιφέρειά μας και τους ανθρώπους της, επειδή δεν είναι στις προθέσεις μου, να φωτογραφηθούν πρόσωπα ή καταστάσεις, που αφορούν εγγύτερα και γνωστά στην κοινωνία ή τμήμα της πρόσωπα. Εξάλλου υπάρχει η θεσμική υποχρέωση ως νομικού, να τηρήσω την αρχή της εχεμύθειας. Θα σου δώσω ένα δείγμα νοσηρής δικαστικής λειτουργίας για κάποιο έγκλημα, που είχε διαπραχθεί στην βόρεια Ελλάδα. Νεαρός λοιπόν άνδρας υπό την επήρεια ουσιών παρασύρει εκ των όπισθεν πεζοπόρο, που βάδιζε αμέριμνος στο άκρο δεξιό έρεισμα του δρόμου και σχεδόν έξω από την λωρίδα ανάγκης. Ήταν καθαρή απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθώς προέκυπτε, ότι οδηγός και πεζός λίγη ώρα πριν είχαν διαπληκτιστεί μεταξύ τους. Εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Το θύμα μεταφέρεται στο ΚΑΤ Κηφισιάς και παραμένει σε κωματώδη κατάσταση για 70 μέρες. Με κόπους και βάσανα ύστερα από μηνυτήριες αναφορές και δεκάδες ταξίδια μου, οδήγησα την υπόθεση με δικαστικό βούλευμα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο μικρής επαρχιακής πόλης. Κατά την εκδίκαση στο Μικτό Ορκωτό, εμφανίζονται συνοδευόμενοι από την οικογένεια του δράστη δυο ‘’μάρτυρες’’ δημόσιοι δικαστικοί ‘’πραγματογνώμονες’’, που δεν είχαν δει ή εξετάσει ποτέ το θύμα. Κατέθεσαν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί, πως το θύμα δεν είχε χτυπηθεί από πίσω με δολοφονική πρόθεση, αλλά από τις ακτινογραφίες, που είχαν δει και τους είχε προσκομίσει η συνάδελφος τους και μητέρα του δράστη, προέκυπτε, πως τα συντριπτικά κατάγματα στα πόδια και στον κορμό του θύματος δεν ήταν στο πίσω μέρος (παρά την κραυγαλέα αποτύπωση δεκάδων δημόσιων εγγράφων και ακτινογραφιών), αλλά ‘’εκ των όπισθεν και ελαφρώς εκ του πλαγίου’’ . Ούτε πολύ ούτε λίγο δηλαδή το θύμα.. πετάχτηκε από το άκρο του ερείσματος μπροστά στο αυτοκίνητο του δράστη, που κινούνταν εκείνη την στιγμή με 130 χιλιόμετρα την ώρα χωρίς ίχνη φρεναρίσματος, προκειμένου..να αυτοκτονήσει.
Μια «Πρόεδρος» του Δικαστηρίου, μια «Δικαστής» και τρεις «ένορκοι» απαλλάσσουν με την πλειοψηφία τους τον κατηγορούμενο ακόμα και από το αδίκημα της απλής αμέλειας. Η ανακοίνωση της απόφασης από την απίστευτη εκείνη Πρόεδρο με κεραυνοβόλησε, όπως και όλο το ακροατήριο. Ωστόσο η σθεναρή μειοψηφία μιας ΔΙΚΑΣΤΟΥ και του ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ της έδρας, οδήγησαν στην αυθημερόν άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα Εφετών. Στη συνέχεια η υπόθεση πήρε τον λογικό δρόμο της. Το θύμα βρήκε την δικαίωσή του, έλαβε δε και σοβαρή αποζημίωση, που του επέτρεψε να αποκτήσει ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη μας, για να ζήσει με την οικογένειά του. Στην όλη υπόθεση υπάρχουν δυο σοβαρές παράμετροι. Μια δυσάρεστη και μια ανέλπιστα ευχάριστη.
Να όμως και η φωτεινή πλευρά της ιστορίας. Πέντε χρόνια περίπου αργότερα, καθώς βρισκόμουν για δίκη στην Ζάκυνθο, μια γυναικεία φωνή με προσφώνησε ευγενικά από πίσω μου με το όνομά μου. Γύρισα και αντίκρισα την Δικαστή, που είχε μειοψηφήσει στην δίκη του.. ’’τροχαίου’’. Μου ανακοίνωσε, πως ήταν πλέον Πρόεδρος Πρωτοδικών Ζακύνθου. Ευγενικά με κάλεσε στο γραφείο της, καθώς δεν υπήρχε ανάμειξή της στην υπόθεση, που δίκαζα στη διπλανή αίθουσα. Με ρώτησε για την υγεία του νεαρού πελάτη μου, που υπερασπιζόμουν στην δίκη, που είχε μειοψηφήσει. Μου εξέφρασε μάλιστα την επιθυμία της, να του βρει εργασία- έστω και ανάπηρου- σε ιδιωτική επιχείρηση γνωστών της επιχειρηματιών του τόπου καταγωγής της, ώστε να βοηθηθεί ο νεαρός στην επιβίωσή του. Την ευχαρίστησα με συγκίνηση και της είπα, ότι ο νεαρός που οδηγούσε ένα σαραβαλάκι, που είχα φροντίσει να προμηθευτεί, συνόδευε καθημερινά τη μητέρα του στους τόπους της δουλειάς της, οδηγώντας την εκεί με αυτοκίνητο, καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε χωρίς πατερίτσες να περπατήσει. Η μητέρα του εξακολουθούσε να καθαρίζει και καθαρίζει ακόμα σκάλες πολυκατοικιών στην πόλη μας. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές, που βίωσα την εξαίσια αύρα του μεγαλείου ψυχής ενός αληθινού Δικαστή και Ανθρώπου με άλφα κεφαλαίο.’’
Ο καλός μου φίλος μου αφηγήθηκε και δυο- τρεις ακόμα γλαφυρές ιστορίες . Εξαίσιες αλλά και θλιβερές. Ελπίζω και αξίζει τον κόπο, ν’ αφιερώσω μελλοντικό μου σημείωμα για κάποια απ’ αυτές. Καθώς είχε βραδιάσει και χωρίσαμε σαν δυο μοναχικές φιγούρες της ανοιξιάτικης εκείνης νύχτας, μου ήρθαν στον νου τα λόγια του Στράτη Μυριβήλη …¨Η Δικαιοσύνη βαστά σπαθί. Σαν της πάρεις το σπαθί, απομένει με την ζυγαριά. Αυτήν όμως την έχουν και οι μπακάληδες¨. _