Μέσα στα χρόνια της κρίσης, οι “μεταρρυθμίσεις” έχουν ταυτιστεί στο μυαλό του πολίτη ως περαιτέρω περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικοασφαλιστικές παροχές. Εν τω μεταξύ η προσέλκυση επενδύσεων, η θέση της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά και η έξοδος από την κρίση παραμένουν το μεγάλο ζητούμενο. Κι όμως, η ορθή λειτουργία των δικαιικών θεσμών και η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης είναι βασικοί παράγοντες, όχι μόνο για την εδραίωση του κράτους δικαίου και της κοινωνικής ειρήνης, αλλά και παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης. Σε ένα κράτος δικαίου, οι δικαστικές αποφάσεις δεν αρκεί να είναι ορθές, αλλά πρέπει να εκδίδονται και εγκαίρως, δημιουργώντας μια αίσθηση προβλεψιμότητας και νομικής ασφάλειας στους συναλλασσομένους. Ο εύλογος χρόνος απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί καίριο πλεονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς τα “απαξιωμένα” δικαιώματα δημιουργούν αντικίνητρα για την επενδυτική δραστηριότητα και την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων.
Πού οφείλεται, όμως, η τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα; Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή του Έλληνες δικαστές, αυτοί θεωρούνται επαρκείς επιστημονικά και, παρά τον μεγάλο φόρτο υποθέσεων και τις υλικοτεχνικά δύσκολες συνθήκες εργασίας τους, εκπληρώνουν κατά τεκμήριο άρτια τα καθήκοντά τους. Σύμφωνα με μελέτες, όπως αυτή της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών (ΕΔΜ), η βραδεία απονομή της Δικαιοσύνης αποδίδεται σε διάφορες αιτίες, μεταξύ των οποίων: η άκριτη ποινικοποίηση από τον νομοθέτη παραβάσεων που στερούνται ποινικής απαξίας (μεταθέτοντας ουσιαστικά το βάρος ελέγχου διοικητικών παραβάσεων από την ανεπαρκή προς τούτο Διοίκηση στη Δικαιοσύνη), η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και εξειδικευμένου προσωπικού, η απουσία ηλεκτρονικής “διακυβέρνησης” και ηλεκτρονικής περαίωσης διαδικασιών, η μη διασύνδεση δικαστηρίων και διοικητικών υπηρεσιών, η τήρηση ογκώδους και αναποτελεσματικού αρχείου σε έγχαρτη/φυσική μορφή αντί ενός εύχρηστου ηλεκτρονικού αρχείου. Φυσικά, η -κατά γενική ομολογία- πολυνομία και κακονομία που χαρακτηρίζει την κείμενη νομοθεσία, χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς. Πλήθος ξεπερασμένων, πολύπλοκων, αποσπασματικών και συχνά αντιφατικών αποφάσεων συναντώνται στην Ελληνική νομοθεσία δημιουργώντας αίσθημα αβεβαιότητας, έλλειψης νομικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας. Έτσι, “καλή νομοθέτηση” και αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης αποτελούν “συγκοινωνούντα δοχεία”.
Μεταρρυθμιστικές προτάσεις που αφορούν τη Δικαιοσύνη, τη μία από τις τρεις θεμελιώδεις εξουσίες της Δημοκρατίας μας, έχουν διατυπωθεί σε εθνικό (ΕΔΜ, ΣΕΒ κλπ) και υπερεθνικό επίπεδο (Συμβούλιο της Ευρώπης, OECD). Στα βασικά σημεία των μεταρρυθμιστικών αυτών προτάσεων περιλαμβάνεται η είσοδος της Δικαιοσύνης σε μια ψηφιακή εποχή (e-justice) με ψηφιοποίηση διαδικασιών και φυσικών αρχείων και η ηλεκτρονική διασύνδεση δικαστηρίων, η εδραίωση εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών και η προώθηση της προδικαστικής συνδιαλλαγής και διαμεσολάβησης, η περαιτέρω δημιουργία εξειδικευμένων δικαστηρίων, η κωδικοποίηση της νομοθεσίας και η υιοθέτηση κοινών πρακτικών και αρχών κατά την διατύπωση νομικών κειμένων, αλλά και -γιατί όχι- η δυνατότητα εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) ορισμένων δραστηριοτήτων.
Συμπερασματικά, η επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης και η εν γένει μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος συνιστά βασική προϋπόθεση για να αλλάξει η Ελλάδα το αναπτυξιακό της υπόδειγμα. Οφείλει δε να αποτελέσει πρόταγμα σε κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Άλλωστε, ταχεία και αποτελεσματική Δικαιοσύνη δε σημαίνει μόνο οικονομική ανάπτυξη, αλλά και “στιβαρά” ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα για κάθε πολίτη.
Της Αθηνάς Π. Σιαφαρίκα
* H Αθηνά Π. Σιαφαρίκα είναι δικηγόρος (LLMOxford), μέλος της ΔΗΜ.ΤΟ Νέας Δημοκρατίας Τυρνάβου