Και αυτό, γιατί τα οικονομικά μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις, που έχει εισηγηθεί κατά καιρούς και ο τρόπος με τον οποίο απαιτεί την εφαρμογή τους, προκειμένου ν’ αντιμετωπισθεί η κρίση και να προκύψει η οικονομική χαλάρωση και η έξοδός μας στις αγορές, έχουν ξεζουμίσει, κυριολεκτικά, και έχουν εξουθενώσει τους Έλληνες.
Γι’ αυτό και οι περισσότεροι, όταν ακούνε να γίνεται λόγος για μνημόνια, για Μέρκελ και Σόϊμπλε, Λαγκάρντ και Τόμσεν, Ντράγκι και σία, είναι πυρ και μανία εναντίον τους. Βεβαίως, και για να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς, ο λαός μας, τα τελευταία χρόνια, τσαλάκωσε, επανειλημμένα, με την ψήφο του και τιμωρώντας τα συρρίκνωσε και τη δύναμη των κομμάτων, που θεώρησε υπεύθυνα για την κρίση. Εν τούτοις, όμως, δεν μετριάσθηκε η οργή του και δεν παύει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων να θεωρεί τα μνημόνια και την ίδια την τρόικα που συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της, δυστύχημα για τη χώρα.
Και για μεν τα μνημόνια έχει απόλυτο δίκαιο να τα θεωρεί τέτοια, αφού θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να είχαν αποφευχθεί. Μήπως, όμως, την ενασχόληση της τρόϊκας με τα οικονομικά μας προβλήματα, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, θα μπορούσαμε να τη δούμε και ως ευτύχημα; Και αυτό, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην Ευρωπαϊκή και νομισματική ένωση μπήκαμε οικειοθελώς και μάλιστα χατιρικά στο ξεκίνημα και με μαγειρεμένα στοιχεία κατόπιν, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι εκτός από δικαιώματα έχουμε και υποχρεώσεις έναντι των Ευρωπαϊκών θεσμών, η δε τρόϊκα προέκυψε με Παπανδρεϊκή πρωτοβουλία από το Καστελόριζο κι όχι με το στανιό.
Πέραν αυτού, την οικονομική κρίση στη χώρα μας δεν τη δημιούργησαν οι Ευρωπαϊκοί και μνημονιακοί θεσμοί αλλά οι πολιτικοί μας ταγοί ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, τους οποίους μάλιστα, μετά πολλών επαίνων εμείς ψηφίζαμε και ψηφίζουμε. Αυτοί, ως γνωστόν, για να γίνονται αρεστοί, αντί να προτείνουν και να παίρνουν έγκαιρα και με δική τους πρωτοβουλία τα ενδεικνυόμενα μέτρα, κι ας ήταν δυσάρεστα, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο συναγωνίζονταν μεταξύ τους, στο ποιός θα υποσχεθεί και θα δώσει περισσότερα από άδεια κρατικά ταμεία, με αποτέλεσμα να προσφεύγουν στον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό και να δημιουργούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγματα και ελλείμματα στους προϋπολογισμούς του κράτους και κατ’ επέκταση στο Α.Ε.Π. της χώρας. Κάτι ανάλογο έκαναν, άλλωστε, και πολλά νοικοκυριά, τα οποία σήμερα αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Ακόμα-ακόμα και, όταν ο λαός με την ψήφο του αποφάσισε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στις αντιμνημονιακές δυνάμεις των Τσίπρα-Καμμένου, που, προεκλογικά τουλάχιστον, υπόσχονταν σε όλους τους τόνους, ότι θα σχίσουν τα μνημόνια και θα καταργήσουν όλα τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα και ότι θα ακολουθήσουν μια άλλη πορεία χωρίς την κηδεμονία της Τρόικας, όχι μόνο δεν το έκαναν αλλά, αγνοώντας ακόμα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, κατάντησαν μνημονιακότεροι των μνημονιακών και χάριν της καρέκλας εξαιρετικά βολικοί υπηρέτες των συμφερόντων των δανειστών χωρίς καμία ντροπή. Απέδειξαν, έτσι, ότι η συνεργασία με τους μνημονιακούς θεσμούς, είναι μονόδρομος για το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της δικαιώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πολιτική, που ακολούθησαν, όσοι στους μνημονιακούς χρόνους κυβέρνησαν πριν απ’ αυτούς.
Εικάζεται, μάλιστα, πως, αν δεν αλλάζαμε τις μνημονιακές κυβερνήσεις σαν τα πουκάμισα, θα βγαίναμε και εμείς πολύ νωρίτερα από την κρίση και με λιγότερο κόστος, όπως συνέβη και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που μπήκαν σε μνημόνια, εφόσον με συνέπεια κάναμε πράξη, όσα συνυπογράψαμε με την τρόϊκα δια των κυβερνήσεών μας. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε το πράξαμε ούτε το πράττουμε σήμερα ή καλύτερα το πράττουμε με το πιστόλι στον κρόταφο, γιατί δεν πιστεύουμε σ’ αυτό, που κάνουμε. Γι’ αυτό και η λύση του προβλήματος πάει σε μάκρος.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θα έλεγε κανείς, που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους πολιτικούς μας ταγούς, ότι, ευτυχώς, που υπάρχει η επιτροπεία της τρόϊκας, η οποία, ως μπάστακας έστω, υποχρεώνει την πολιτική μας ηγεσία να κάνει όσες επώδυνες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται, για να βγούμε, επιτέλους, από το τούνελ της κρίσης. Δεν μας τιμά, βέβαια, μια τέτοια διαπίστωση, αλλά η πραγματικότητα πρέπει να λέγεται κι ας ενοχλεί.
Του Κώστα Γιαννούλα