Και «εν αρχή ην», ο λόγος, αφού ο προφορικός λόγος και η δημιουργική σκέψη συνδέονται με όλες τις δεξιότητες ζωής. Στη διαδικασία της γνωστικής εξέλιξης, η γλώσσα είναι ένα κρίσιμο εργαλείο και καθορίζει τον τρόπο δια μέσου του οποίου το παιδί θα μάθει να σκέφτεται, διότι η προώθηση μεθόδων σκέψης μεταδίδεται στο παιδί από τις ερμηνείες των λέξεων.
Το παιδί μέχρι την ηλικία των 3-4 χρόνων βρίσκεται στην προσυλλογιστική περίοδο, ο λόγος του είναι αυτοαναφορικός και τον χρησιμοποιεί για να εξυπηρετεί μόνο τις δικές του ανάγκες. Από τα 4 μέχρι τα 6 χρόνια, η προηγούμενη αδυναμία ξεπερνιέται, η γνωστική λειτουργία στηρίζεται σε νοητικές πράξεις και συλλογισμούς που ανταποκρίνονται στους κανόνες της λογικής για συγκεκριμένα πράγματα, ο λόγος γίνεται επικοινωνιακός και ουσιαστικός στη διαμόρφωση σκέψης και στον προσδιορισμό προσωπικών χαρακτηριστικών.
Όταν το παιδί εισέρχεται στη γλωσσική μάθηση, είναι σημαντικό να βρίσκεται σε περιβάλλον που θα το βοηθήσει να κατακτήσει τον λόγο στο μέγιστο των δυνατοτήτων του και μέχρι τη ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης (Vygotsky). Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά σε ένα υποστηρικτικό εκπαιδευτικό περιβάλλον προσαρμοσμένο στο αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Τέτοιο είναι το περιβάλλον του Νηπιαγωγείου όπου με τη βοήθεια των νηπιαγωγών αλλά και την ταυτόχρονη παρουσία των δυο ηλικιακών ομάδων του νηπιαγωγείου επιτυγχάνεται η ώθηση στις μέγιστες δυνατότητες του παιδιού.
Το παιχνίδι, είναι η κύρια δραστηριότητα του παιδιού και ανέκαθεν συνδέθηκε με την προσχολική εκπαίδευση ως θεμελιώδες παιδαγωγικό μέγεθος στη μάθηση και ανάπτυξη των παιδιών μέσα από το έργο σπουδαίων παιδαγωγών. Από την ηλικία των 4 και μετά αποκτά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να το χρησιμοποιήσουμε σαν την κύρια, μεθοδολογία μάθησης.
Μέχρι την ηλικία των 2-3 ετών το παιδί παίζει παράλληλα αλλά όχι μαζί με άλλα παιδιά. Στην ηλικία των 4-6 το παιχνίδι γίνεται συνεργατικό, υπακούει σε κανόνες, παίζει με άλλα παιδιά και μοιράζεται κοινούς στόχους.
Η χρήση του παιχνιδιού στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, με συγκεκριμένους μαθησιακούς και γνωστικούς στόχους δίνει το χαρακτήρα του παιδοκεντρικού προγράμματος. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι ανατροφοδοτικός και υποστηρικτικός. Σε περιβάλλον συναισθηματικής κάλυψης, ηθικής και διανοητικής ανάπτυξης παρέχει στα παιδιά την ευκαιρία να εμπλακούν σε δραστηριότητες αφηρημένης σκέψης, επίλυσης προβλημάτων και συνεργασίας με τα άλλα παιδιά, δηλαδή υποστηρίζει την ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών.
Το παιδί της πρωτοσχολικής ηλικίας των 4-6 χρόνων, ιδιαίτερα δε, το σημερινό παιδί που ζει σε περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα και ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της πληροφορίας και των γνώσεων, έχει ανάγκη να καλύπτεται, καταρχήν, συναισθηματικά ενταγμένο ωστόσο σε ένα πλαίσιο παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό, πλούσιο σε ερεθίσματα και δραστηριότητες το οποίο θα το βοηθά στη νοητική του ανάπτυξη και στην ανταπόκριση των απαιτήσεων του περιβάλλοντος.
Με δεδομένο ότι, μέχρι την ηλικία των 6 χρόνων έχουν συμβεί οι σημαντικότερες αλλαγές σχεδόν σε όλες τις πλευρές της ανάπτυξης, είναι αναγκαίο και απαραίτητο να υποστηρίζονται και να σταθεροποιούνται οι κατακτήσεις της προηγούμενης φάσης, να κατακτώνται οι δεξιότητες και τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Από την ανταπόκριση του παιδιού στο οργανωμένο περιβάλλον του νηπιαγωγείου, με ανάλογο της αναπτυξιακής του ηλικίας Αναλυτικό Πρόγραμμα, με συγκεκριμένους μαθησιακούς και γνωστικούς στόχους που απαιτούν συνειδητή προσπάθεια και εργασία ανάλογη του νοητικού του σταδίου, θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, η απρόσκοπτη ένταξη και επιτυχία του νηπίου στο περιβάλλον της σχολικής και κοινωνικής ζωής.
Το παιδί που ανακαλύπτει τη γνώση σε αυτό το οργανωμένο και υποστηρικτικό παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον, που θέτει στόχους οι οποίοι απαιτούν εργασία και ευθύνη ανάλογη της ηλικίας του, αναπτύσσει τη φιλοπονία, το χαρακτηριστικό της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας κατά τη θεωρία του Erikson. Σύμφωνα με τον Erikson, η ηλικία των 4-6 χρόνων εκπροσωπείται από το «στάδιο της πρωτοβουλίας», όπου αρχίζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για κατάστρωση σχεδίων και επίτευξη στόχων. Με εφόδιο τις νέες γνωστικές ικανότητες επιχειρεί καινούρια πράγματα στην προσπάθεια να ανταπεξέλθει στον κόσμο γύρω του. Μαθαίνει να χειρίζεται αντικείμενα, έννοιες και καταστάσεις και αποκτά τις δεξιότητες που αναμένει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Σε αντίθετη περίπτωση όταν δεν καταφέρνει να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις προσδοκίες, είναι δυνατή η εμφάνιση αισθημάτων ματαίωσης.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη μέγιστη προσφορά του εκπαιδευτικού έργου που παρέχεται κατά τη δίχρονη υποχρεωτική φοίτηση στο νηπιαγωγείο και γίνεται σαφής η θετική και απαραίτητη συμβολή στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού.
Της Ελένης Αναστασοπούλου*
* Η Ελένη Αναστασοπούλου είναι MscEd, Νηπιαγωγός, τ. σχολική σύμβουλος πρ. εκπαίδευσης, περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας