Βεβαίως αυτές αφορούσαν βασικές ανάγκες της ζωής του ανθρώπου, στις οποίες αργότερα ήλθαν σε επικουρία οι άναρθρες κραυγές εξελισσόμενες σε απλούς φθόγγους. Στο πρώτο λοιπόν μακρύ χρονικό διάστημα, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην δυσκολία συνεννόησης ενεργούσε όπως γίνεται μεταξύ κωφών, (πχ για το φαγητό έφερνε κλειστό στα δάχτυλα το χέρι του στο στόμα) και οι έννοιες που σχημάτιζε στο νου του ήταν ελάχιστες.
Προχωρώντας στον χρόνο οι άνθρωποι σχημάτισαν μεγαλύτερες ομάδες συγκατοίκησης σε πιο περιορισμένο χώρο, για λόγους αυτοπροστασίας των, δηλαδή άμυνας έναντι των κινδύνων που τους περιέβαλλαν υπό μορφή άγριων θηρίων, αλλά και για να ανταπεξέλθουν στην ασφαλέστερη διατροφή τους, σαν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες γενικώς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν οι παραστάσεις εικόνων στο νου τους και να φανερωθεί η δυσκολία η και αδυναμία λειτουργικότητας πλέον της παντομίμας. Έτσι κατέστη μονόδρομός η έκφραση της πρωτόγονης σκέψης μέσα από ήχους και την ευελιξία του οργάνου της γλώσσας και την πλαστικότητα που προσέφερε στη σύνθεση πλέον των φθόγγων. Κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε τη γέννηση των λέξεων, στις οποίες διακρίνουμε την σπανιότητα των φωνηέντων κατά την προϊστορική περίοδο η οποία ήταν απόρροια των πρώτων γρυλισμάτων φθόγγων. Συν τω χρόνω βέβαια με την καθοριστική συμβολή της αντήχησης της στοματικής κοιλότητας κατέστη εφικτή η έκφραση, και μέσω των πολλών φωνηέντων, πολλών συναισθημάτων όπως λύπης, χαράς, απορίας και άλλων. Είχε ανάγκη πλέον να ονομάσει ο άνθρωπος όλα τα φυσικά πράγματα γύρω του και τα φαινόμενα, μα το σπουδαιότερο τα όσα μεταφυσικά συνελάμβανε, μέσω της οργανωμένης παρατήρησης και σκέψης, σε τακτές έννοιες – σημασίες ουσίας των. Με την λέξη ουσία υποδηλώνουμε σαφώς την κατάσταση που περιέχει και προβάλλει κάθε φυσικό αντικείμενο, ή την κίνηση εσωτερικότητας που περιέχει κάθε λέξη που την διακρίνει ενέργεια.
Είναι σχετικά απλό να περιγράψουμε ένα αντικείμενο ή ένα συμβάν, όμως μένουμε έκθαμβοι σαν αντιληφθούμε τους πολλούς ατραπούς που μπορούμε να ακολουθήσουμε, καθώς επιχειρούμε να εμβαθύνουμε στα άπειρα συναισθήματα που μας διακατέχουν όταν εγκολπωθούμε τη λυρικότητα του πεζού λόγου, αλλά κυρίως την ποίηση. Αυτό γιατί κάθε φορά, ακόμα και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι διαφορετικός στην έκφρασή του, πόσω μάλλον όταν αναφερθούμε στην επικοινωνία του σε πλήθος ανθρώπων.
Περιέχουν λοιπόν οι λέξεις και αντιπροσωπεύουν όλη την εσωτερική δύναμη του έλλογου ανθρώπου, που έτσι κι αλλιώς δρα κυριαρχικά τουλάχιστον στη μικρή γωνιά του απείρου που ονομάζεται Γη. Τυχαία άκουγα ένα παλιό τραγούδι στο στίχο σου «Ύστερα, και δεν υπάρχει ύστερα!».
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι είμαι τόσο απλός ο στίχος αυτού του τραγουδιού! Αν επιχειρήσουμε όμως να το ψιθυρίσουμε με προσήλωση και με ένταση ψυχής το αποδώσουμε ως πρωταγωνιστές, θα διαπιστώσουμε ότι η λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς, παίρνει κάθε φορά μια άλλη σημασία και λαμβάνει χώρα μία κατάσταση τραγικότητας της συναισθηματικότητάς μας. Η πρώτη γραφή της λέξης «ύστερα» αποτελεί απλώς ένα επίρρημα. Στη δεύτερη επανάληψή της διακρίνουμε μία αμηχανία συνέχειας. Στην τρίτη χρήση αλλάζει πλήρως το νόημά της σε μία τραγικότητα συνειδητοποίησης πλήρους σκοτεινού παρόντος, ενώ στην καταληκτική αντιστοίχιση διακρίνουμε το πλήρες αδιέξοδο να ρίχνει την μαύρη αυλαία του.
Προσωπικά μένω ενεός μπροστά στην ακατάλυτη δύναμη που αποκτούν οι λέξεις, πάντα σε στενή συνάφεια βεβαίως με το κάθε φορά διαφορετικό θυμικό του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από την ποσότητα και την ποιότητα κατά την έκφρασή του.
Κάπως έτσι εξάλλου εξελίσσεται και η γλώσσα που αποτελεί το μέσο έκφρασης του λόγου στην πορεία θέωσης του ανθρώπου προς τον Λόγο Θεό του.
Από τον Παύλο Γιατσάκη