Από την Ευαγγελία Βλαχοστέργιου –Τσιρονίκου, φιλόλογο
Η λογοτεχνία πάντα κρύβει ένα λόγο που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, για να μας υπενθυμίζει κάτι που μπορεί «να πριονίζει τη γαλήνη του ύπνου μας». Αυτό κάνει το έργο της Βασιλικής Παπαγιάννη: «ACHTUNG, Καταγραφές από την Εποχή της Νύχτας - επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε- υπενθυμίζοντας μας τη χαμένη αξιοπρέπεια των λέξεων. «Να αγρυπνάς.....», ήταν πάντα η παραίνεση της, σε κάθε προσωπική συζήτηση γιαυτό και ήρθαν αυθόρμητα τούτες οι προσωπικές καταγραφές που καταθέτω στη μνήμη της.
ACHTUNG –σημαίνει προσοχή- είναι το προσωνύμιο που έδωσαν οι κάτοικοι της πόλης στον άντρα που συχνά και επίμονα επαναλάμβανε τη λέξη αυτή σε κάθε περίσταση. Είναι μια ανθρώπινη φιγούρα, σημαδεμένη και φαρμακωμένη από την Ιστορία του τόπου. Μιλάει για την Εποχή της Νύχτας, χωρίς να την προσδιορίζει χρονικά, συμπυκνώνοντας γεγονότα διαφορετικών ιστορικών περιόδων, που εμπεριέχουν όμως -ως κοινά- όλα τα χαρακτηριστικά των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Δικτατορία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, το κάψιμο των βιβλίων, η λογοκρισία, τα βασανιστήρια, η υποκρισία των ανθρώπων, οι δωσίλογοι, οι χαφιέδες, το αδελφοκτόνο μίσος –προϊόν του εμφυλίου- η κατάχρηση της εξουσίας από τους ένστολους, είναι γεγονότα που τον στοίχειωσαν και διαμέλισαν την ψυχή του.
Ο ACHTUNG, βιώνοντας την κόλαση, έχασε τα πάντα: την ελευθερία, την ιδεολογία , δεν ξέρει πώς να πορευτεί, δεν ξέρει ποιος είναι ο φίλος και ποιος ο εχθρός. Ξέρει όμως τι είναι ο φόβος: «φοβάμαι τον ίδιο μου το φόβο, κυλάει μέσα μο. και μουδιάζει τη θέλησή μου», γιαυτό επιθυμεί να κρατήσει την ευαισθησία του. Έτσι στις ατέλειωτες περιπλανήσεις του- εξωτερικές και εσωτερικές - μοναδικό του καταφύγιο είναι όχι πια οι άνθρωποι, αλλά ο στοχασμός.
Είναι πρόσωπο επινοημένο και μιλά με τη φωνή της συγγραφέως. Πριν διαμορφωθεί μέσα της ο ACHTUNG, ο λόγος του Μπρεχτ της έδωσε ώθηση για την κατασκευή του, όπως δηλώνει η ίδια.. Το δοκίμιο όμως του George Steiner Το κούφιο θαύμα, την έχει συγκλονίσει. Θεωρεί ότι πρέπει να γίνει σχολικό ανάγνωσμα. Πράγματι είναι ένα δοκίμιο αποκαλυπτικό για τη σχέση που μπορεί να έχει η γλώσσα με την πολιτική απανθρωπιά του Ναζισμού. Οι λέξεις διαστρεβλώνοντα, χάνουν το νόημά τους κάτω από την πίεση του πολιτικού ψεύδους, γίνονται διφορούμενες, με αποτέλεσμα η γλώσσα αντί να οξύνει τη σκέψη, να τη θολώνει και να την ακρωτηριάζει. Τα δύο κείμενα συνομιλούν και εκφέρουν λόγο επίκαιρο προς προβληματισμό για όσους αγωνιούν για το ποιόν του πολιτικού λόγου που αρθρώνεται σήμερα.
Διαφυλάγει λοιπόν το νόημα των λέξεων η συγγραφέας με τις λέξεις: «Μια δόνηση ανεβάζει από μέσα μας τις λέξεις. Ο κραδασμός ολόκληρης της αρχέγονης φύτρας μας τις καθορίζει. Έχουν τη βούλα του τι είμαστε... Οι λέξεις είναι κοιτάσματα που μας περιέχουν με τις έχθρες μας, το φθόνο, τη γενναιοδωρία μας. Είναι ένα σύμπαν όπου ο καθένας μας διαγράφει τη τροχιά του......Οι λέξεις έχουν χαρακτήρα. Έχουν ένα βαθύ αίσθημα ανεξαρτησίας. Είν’ ελεύθερες. Προσέρχεσαι σ’ αυτές καθώς σε ναό. Με άκρα ταπεινοσύνη εντός σου... Και είναι ειλικρινείς και έντιμες όσο είσαι κι εσύ. Είναι έξυπνες, τίποτα δεν τους ξεφεύγει... Δεν μπορείς να περιφρονήσεις καμιά, γιατί κάθε μια τους εμπεριέχει μιαν ευστοχία καταλυτική. Δεν μπορείς να αγανακτείς μαζί τους, να εξοργίζεσαι που δεν υποτάσσονται σε ό,τι επιθυμείς εσύ, σε ό,τι έχεις σχεδιάσει εσύ... Οι λέξεις στοχάζονται σαν από μόνες τους και γνωρίζουν ποιο είναι το πρέπον για να ειπωθεί, σε κάθε εποχή και σε κάθε περίσταση. Γράφοντας τις δουλεύεται εντός σου ένα αίσθημα αξιοπρέπειας, σαν από αιχμηρό κοπίδι τορνεύονται η υπομονή σου, το θάρρος, η όρθια στάση της καρδιάς... Αμφισβητείς την κρίση των δυνατών, ακούς και κρίνεις την ίδια τη φωνή σου...
Η φωνή της Βασιλικής Παπαγιάννη εμπεριέχει τα δικά της βιώματα από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία, τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, που με ευλάβεια συλλέγει και διηγείται για να μην λησμονά, αλλά και τις λογοτεχνικές καταγραφές του ανθρώπινου πόνου που γέννησε ο φασισμός. Αυτά τα εφόδια της επιτρέπουν να προφητέψει « τον κατακλυσμό του τρόμου και τον άνεμο της στάχτης», περιγράφοντας σκηνές από το μέλλον: μια γυναίκα που ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό, ή ένα αγόρι που κοιμάται στο πάρκο, το οποίο θα εξελιχθεί «σε έναν που θα χαράζει τη σβάστικα την απαίσια στο μέτωπό των ανθρώπων, ουρλιάζοντας»: «αφήστε με και μένα να χτυπήσω να φχαριστηθώ!».Διάχυτη η αγωνία της για τον νέο αιώνα: «να μ’ αγριεύουν τέτοια ερωτήματα;» Διαισθανόταν ότι το «αυγό του φιδιού» επωάζεται όχι μόνο μέσα στο φόβο αλλά και στη σιωπή. Το βιβλίο εκδόθηκε το χειμώνα του 1999, στην εποχή της επίπλαστης ευημερίας. Η συγγραφέας αποτυπώνει την περίοδο αυτή με το σουρεαλιστικό διήγημά «Ανερχόμενη τάξη». Παρουσιάζει μια γυναίκα να μπαίνει τρέχοντας στον εμπορικό δρόμο της πόλης, καβάλα σε έναν μεγάλο πίθηκο, του οποίου τα πισινά τα τσιγκλάει με μια χρυσή βεργίτσα, διότι βιάζεται. Θέλει να προφτάσει να αγοράσει ένα μεγάλο μπριλάντι, μη τυχόν και το προλάβει καμιά άλλη. Στην εποχή του ευδαιμονισμού, διαπιστώνει πως «εύκολα γίνεσαι άλλος απ’ ότι πράγματι έχεις με πόνο ποθήσει να ’σαι». Για να έχει λοιπόν τη συνείδηση της ήσυχη ότι δεν «θα μεταστοιχειωθεί σε χάλκινη πεντάρα», καταθέτει ως δώρο τις λέξεις:
«Κι έφερα τις λέξεις μου –να ’χετε τον καθρέφτη να αναγνωρίζετε το πρόσωπό σας»
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος επισημαίνει ότι «σε όλο το έργο της αγρυπνά η ίδια έγνοια δικαιοσύνης και γλώσσας». Είναι η έγνοια-μόχθος για την ελληνική γλώσσα -αριστοκρατική- όπως την αποκαλεί, γιαυτό επιστρέφει στη λέξη ξανά και ξανά, σκύβει επάνω της ευλαβικά, ώστε «η κάθε λέξη να είναι ζυγισμένη, να αρμόζεται με την άλλην καθώς οι ψηφίδες στο ψηφιδωτό». Είναι ο προβληματισμός για την κακοποίηση της γλώσσας. Είναι η αγωνία για τα νέα παιδιά, όταν προσπαθούσε να αφουγκραστεί τον τρόπο που χειρίζονται τη γλώσσα, γιαυτό και η συμβουλή της ερχόταν μέσα από τα λόγια του Ελύτη: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί... μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».Πολύτιμοι σύντροφοί της στην καθημερινότητα του γραφείου της, όπως επίσης ο Όμηρος, ο Μακρυγιάννης, ο Σεφέρης, ο Ερωτόκριτος, τα δημοτικά τραγούδια. Πάντα επέστεφε σ’ αυτούς που «γράφουν, ευλαβούμενοι πρωτίστως, την ελληνική γλώσσα ως αξία απόλυτη», αλλά και στη σοφία των απλών λαϊκών ανθρώπων.
Χαραγμένη η εικόνα ενός χαρτιού στα χέρια της, όπου στιγμιαία αποτυπωνόταν οι λέξεις, οι παροιμίες, οι εικόνες, οι μεταφορές, που έρρεαν από το λόγο της γιαγιάς μου. «Τι γράφεις πάλι θυγατέρα, τι θα τα κάνεις αυτά που γράφεις;», τη ρωτούσε κάθε φορά με έκπληξη. Δεν ήξερε ακόμα ότι ο πολύτιμος λόγος της, και η ζωή της αργότερα θα αποτυπωνόταν στο μυθιστόρημα «Κυράνω».