Μόνο το πολύ κοντό στρατιωτικό του κούρεμα που αποκάλυπτε τον αυχένα του, την έκανε να απορήσει. «Μα τι τον θέλετε τον κουρέα; Πόσο να τα κοντύνετε πια τα μαλλιά σας;» Ο Μιλτιάδης βυθίστηκε στα ανοιχτόχρωμα μάτια της και από τότε έμεινε εκεί μέσα βυθισμένος για πάντα. Τον μάγεψαν αυτά τα αρχοντικά και ταυτόχρονα καταδεκτικά μάτια. Με το που έριξε το βλέμμα του πάνω της, ήξερε πως ήταν αυτό που λένε έρωτας με την πρώτη ματιά. Το ειλικρινές του ύφος και η σοβαρότητά του, δεν άφησαν αδιάφορη ούτε την κοπέλα.
Μετά από λίγες ακόμη συναντήσεις, το ειδύλλιό τους εξελίχτηκε σχετικά γρήγορα. Την Μάρθα την ενοχλούσε πολλές φορές η σχολαστικότητα του Μιλτιάδη για κάποια πράγματα, αλλά της άρεσε και η πάντα αψεγάδιαστη εμφάνισή του, όπως και οι καλοί τρόποι του. Τον ερωτεύτηκε και γρήγορα άφησε όλους τους δισταγμούς πίσω της. Παράτησε την πρώιμη υπαλληλική της καριέρα στην τράπεζα, τον παντρεύτηκε και τον ακολούθησε στην πρώτη του μακρινή μετάθεση. Από τότε ακολούθησαν πολλές μεταθέσεις, η μια δυσκολότερη από την άλλη και η Μάρθα τον ακολούθησε σε όλες. Μια ολόκληρη ζωή την πέρασαν μαζί και έστω κι αν δεν τους χάρισε ο Θεός παιδιά, αυτό δεν μείωσε σε τίποτα την αγάπη τους ενός για τον άλλο, αλλά ούτε και την αφοσίωσή τους. Σχέσεις και φιλίες με άλλους έκαναν πολλές, αλλά δεν προλάβαιναν ποτέ να εδραιωθούν, μιας και τις ξεθώριαζε πάντα μια νέα μακρινή μετάθεση.
Κάποτε έπιασε ξανά δουλειά η Μάρθα, αλλά μια απρόσμενη αποβολή έφτανε για να αποφασίσουν από κοινού να μην ξαναδουλέψει ποτέ της πια. Τα χρόνια κύλισαν, πέρασαν σαν το νερό και το ζευγάρι ισορροπούσε ανάμεσα σε χαρές και λύπες. Το ηλιοβασίλεμα όμως τους έβρισκε ακόμη συχνά μαζί να κάνουν όνειρα. Αξιωματικός καριέρας ο Μιλτιάδης, θα έπαιρνε σύντομα την τελευταία του μετάθεση, ήταν πια κοντά στην αποστρατεία και τη σύνταξη. Σχεδίαζε να κάνει δώρο ένα ταξίδι έκπληξη στην Μάρθα για τα γενέθλιά της, θα έκλεινε σε οκτώ μήνες τα πενήντα πέντε της. Οι αποτυχημένες εξωσωματικές τα προηγούμενα χρόνια, εκτός από τις οικονομίες, τους εξαφάνισαν και την καλή της διάθεση.
Τελευταία όμως και αυτός υπέφερε από ανεξήγητους πονοκεφάλους, είχε αρκετές ξάγρυπνες νύχτες και μόνο τα αυτοσχέδια ροχαλητά του ηρεμούσαν τη Μάρθα δίπλα του. Το κόλπο αυτό είχε πάντα αποτελέσματα, αλλά αυτός συνέχιζε να υποφέρει και τα παυσίπονα δεν τον ανακούφιζαν πια. Ο Στρατιωτικός γιατρός που επισκέφτηκε ο Μιλτιάδης ήταν σύντομος, ένας μελαγχολικός μορφασμός και ένας βαθύς αναστεναγμός προκατέλαβαν μόνο πως τα νέα δεν θα ήταν καλά. Μετά από μια ακόμη μικρή σιωπή, επανήλθε η επαγγελματική ηρεμία του γιατρού για να του πει: «Δυστυχώς τα νέα είναι δυσάρεστα, όλες οι απεικονιστικές και εργαστηριακές εξετάσεις, δείχνουν πως αργήσατε πολύ να μας επισκεφτείτε. Είναι πολύ αργά για το οτιδήποτε». Ο Μιλτιάδης παρέμεινε ψύχραιμος. Δεν τον ένοιαξε εκείνη τη στιγμή τίποτα. Ούτε η αρρώστια, αλλά ούτε καν το ότι θα έφευγε από μια ζωή που δεν πρόλαβε να χορτάσει. Αυτό που ήθελε ήταν να προλάβει τα γενέθλια της Μάρθας, αυτό που τον ένοιαζε ήταν να κλείσει η αγαπημένη του γυναίκα τα πενήντα πέντε της και να δικαιωθεί τη σύνταξή του. Να μην χάσει την αξιοπρέπειά της, να μην αναγκαστεί να τη διαπραγματευτεί, να μην μείνει ξεκρέμαστη τούτη την παράξενη και δύσκολη εποχή. Το μόνο που ζήτησε να μάθει από τον γιατρό ήταν ένα πράγμα: «Ο χρόνος», ο χρόνος που του απέμενε. Και δυστυχώς ήταν πολύ λίγος, όμως αυτός έπρεπε να αντέξει, έπρεπε να αντέξει ως τα γενέθλιά της.
Η Μάρθα ήταν μορφωμένη, αλλά οι εξελίξεις τη ξεπέρασαν, πώς να ξανάβγαινε στον επαγγελματικό βίο μετά από τόσα χρόνια απραξίας; Πώς; Πού; Έπρεπε να αντέξει γι’ αυτήν, οκτώ μήνες και μια ημέρα. Αποχαιρέτησε τον γιατρό με μια αποκαρδιωτική χειραψία. Ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του γρήγορα, το μόνο που έδειχνε την ταραχή του, ήταν το τρέμουλο των χεριών του, καθώς έπιανε το πόμολο της πόρτας. Έμειναν μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα να κοιτάζονται με την Μάρθα, δεν ήθελε να της πει ψέματα, πάντα της έλεγε την αλήθεια. Τα βλέμματά τους έμειναν καρφωμένα το ένα μέσα στο άλλο. Δεν χρειαζόταν να πουν τίποτα, είχαν συνεννοηθεί.
Γαϊτανίδης Ευστάθιος