Το παράδοξο φαινόμενο της συνύπαρξης ενός ενιαίου νομίσματος με μία μη ενιαία αγορά κεφαλαίων αποτελεί φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Αρχικά, οι αγορές κεφαλαίων χρηματοδοτούσαν τις ανάγκες των κρατών - μελών μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων (π.χ. Ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου). Αυτό το κόστος δανεισμού των κρατών αποτελεί βασικό παράγοντα της βιωσιμότητας του χρέους μιας χώρας. Μέχρι το 2010 η αποτίμηση του ρίσκου ήταν παρόμοια και η αγορά Ελληνικών, Ιταλικών ή Γερμανικών ομολόγων αποτιμώνταν στα ίδια επίπεδα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενεχυρίαζε με την ίδια αξία τα ομόλογα των κρατών - μελών που οι τράπεζες είχαν αγοράσει από τα κράτη και τις παρείχε ρευστότητα με πολύ χαμηλά επιτόκια της τάξεως του 0,3-0,5%. Όμως, με τον τρόπο αυτό, τα κράτη - μέλη με χαμηλή ανταγωνιστικότητα (χώρες του Νότου) δεν είχαν κίνδυνο να αναδιαρθρώσουν το παραγωγικό τους μοντέλο αφού είχαν ήδη πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Αυτός ο φαύλος κύκλος οδήγησε σε περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας, μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων και αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών (εισαγωγών - εξαγωγών), το οποίο για την Ελλάδα το 2009 έφθασε στο -11%, παγκοσμίως το υψηλότερο έλλειμμα. Την ίδια στιγμή, όμως, άλλες χώρες της Ευρωζώνης κέρδιζαν σε ανταγωνιστικότητα και παρουσίαζαν, όπως η Γερμανία, εμπορικά πλεονάσματα της τάξης του 8%. Τα φαινόμενα αυτά αποτέλεσαν μια συνεχή διαδικασία οικοδόμησης ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης. Το χάσμα στην πορεία του χρόνου διευρύνθηκε και σταδιακά αποτέλεσε δομικό μακροοικονομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Φτάσαμε έτσι στο σήμερα με τις γνωστές συνέπειες.
Τι θα μπορούσε να γίνει λοιπόν; Πρώτον, ένα ενιαίο κοινό υπουργείο οικονομικών της Ευρωζώνης (όπως στις Η.Π.Α. -Treasury Department), το οποίο θα εποπτεύει την εξέλιξη βασικών οικονομικών δεικτών, θα βελτιώνει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες μέσω επενδύσεων στις ευαίσθητες και αδύναμες οικονομίες, θα ανακατανέμει τα κονδύλια και τη ρευστότητα μέσω επενδύσεων και θα προβαίνει σε διορθωτικές κινήσεις. Δεύτερον, η χρηματοδότηση του κάθε κράτους - μέλους να γίνεται μέσω της έκδοσης Ευρωπαϊκού ομολόγου (Ευρωομολόγου), που σημαίνει αμοιβαιοποίηση του χρέους και χαμηλότερο ρίσκο σε σχέση με τα ξεχωριστά κρατικά ομόλογα της κάθε χώρας - μέλους. Τρίτον, ενιαίο σύστημα άμεσων μεταβιβάσεων για αναδιανομή εισοδημάτων σε όλη την Ευρωζώνη, μέσω επιχορηγήσεων (ανεργίας, στέγασης, φοίτησης, υποδομών) με διασφάλιση κατώτατου Ευρωπαϊκού μισθού (ωρομίσθιο ή ημερομίσθιο) και εγγύηση κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους πολίτες της Ευρωζώνης. Τέταρτον, η ενδυνάμωση και βελτίωση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (ESM), ή αλλιώς ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας, το οποίο θα θεωρείται αξιόπιστο από τις αγορές, θα διαθέτει επαρκή κεφάλαια για την αντιμετώπιση κρίσεων εντός της Ευρωζώνης, αλλά, επιπλέον, θα διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία ώστε να πραγματοποιεί μελέτες και αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους κρατών - μελών στη θέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ). Οι κινήσεις αυτές θα βελτιώσουν τη στήριξη των κρατών - μελών προς την Ευρωζώνη, θα αυξήσουν την επιθυμία για περισσότερη και στενότερη συνεργασία και θα συσπειρώσουν την Ευρωζώνη, απομονώνοντας τους πολέμιους της Ένωσης. Επιπλέον, οι πολίτες θα αντιληφθούμε πρακτικά τα οφέλη που απορρέουν από την συμμετοχή σε μια ισχυρή νομισματική ζώνη, με πρακτικές συνεργασίας και πραγματικής αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών. Γιατί όπως έχει πει ο Schuman : “Η Ευρώπη δεν θα φτιαχτεί με μιας, ούτε σε μια συνολική οικοδόμηση : θα γίνει με συγκεκριμένα επιτεύγματα, που θα εμπνέουν κατ’ αρχάς μια πραγματική αλληλεγγύη”.
[Βιβλιογραφία : Ι. Παπαδόπουλος, Επικ. Καθηγητής Διεθνών Ευρ. Σπουδών, Παν Μακεδονίας]
Από τον Απόστολο Μπέμπη, Πολιτικό Μηχανικό-MSc, Περιφερειακό σύμβουλο Θεσσαλίας, γράφει με την ιδιότητα του Μεταπτυχιακού φοιτητή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.