Τραβήξανε για τη Λάρισα- προφανώς στη μεγαλύτερη πόλη που βρήκαν μπροστά τους- με σκοπό ένα νέο ξεκίνημα μη έχοντας καν ιδέα τι θα ήταν αυτό.
Φαντάζομαι έτσι τη μεταπολεμική Λάρισα κάτι σαν... προσφυγικό καταυλισμό, αφού εκτός των απελπισμένων βλάχων συνέρρευσαν στην πόλη κι άλλοι οικονομικά κατεστραμμένοι πληθυσμοί, κυρίως ορεινοί. Κοντά σ’ αυτούς και οι λεγόμενοι «ανταρτόπληκτοι» δηλαδή πεδινοί πληθυσμοί που ένιωθαν τη ζωή τους να κινδυνεύει από τα γεγονότα του εμφυλίου.
Όλη εκείνη η... προσφυγιά δεν βρήκε καμιά ιδιαίτερη κρατική μέριμνα (ποιο Κράτος άλλωστε μετά τον δεύτερο πόλεμο; - μόνο ο Στρατός ήταν κάπως οργανωμένος τσάτρα- πάτρα από τους Εγγλέζους για να κυνηγάει κομμουνιστές). Φυσικά, ούτε καταυλισμοί τους περίμεναν ούτε... «αλληλέγγυοι» ούτε τα «φράγκα» που στέλνει σήμερα η Ε.Ε «προς αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» όπως λένε τα κιτάπια.
Όταν τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν, οι άνθρωποι άρχισαν να στήνουν νέες δουλειές. Πολλοί τράβηξαν στις οικοδομές- η ισοπεδωμένη Ελλάδα είχε πολύ πράμα να χτίσει. Πολλοί μετανάστευσαν. Ένας μεγάλος αριθμός βρέθηκε στα εργοστάσια που –λόγω χαμηλού εργατικού κόστους - άρχισαν να δημιουργούνται με αμερικανικά κυρίως κεφάλαια. Ένας εξίσου μεγάλος αριθμός δημιούργησε μικρές επιχειρήσεις, με βάση τις... εμπειρίες που είχε κάθε οικογένεια. Οι δικοί μου ας πούμε, προερχόμενοι από χωριό με κτηνοτροφική παράδοση, ασχολήθηκαν με γαλακτοκομικά προϊόντα στήνοντας μια ανθούσα – τότε- επιχείρηση.
Στην επιλογή τους αυτή δεν είχαν καμιά καθοδήγηση από κανένα κράτος. Αυτή τη δουλειά ήξεραν, αυτήν έκαναν. Απολύτως λογικό. Διότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε –ούτε και υπάρχει- κανένας προγραμματισμός. Οι άνθρωποι στήνουν δουλειές με βάση... ό,τι ξέρουν ή με βάση... ό,τι είναι στη μόδα. Έτσι, στα... κουτουρού. Ακόμη και στην αγροτική παραγωγή τα χωράφια σπέρνονται με βάση ό,τι εικάζεται πως έχει πέραση. Βγήκε, ας πούμε η φήμη ότι πουλάνε τα... ρόδια, γέμισε ο κάμπος ροδιές. Ακούστηκε ότι έχουν τιμή τα μύγδαλα, βουρ να βάλουμε αμυγδαλιές… Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι; Έτσι το αντιλαμβάνονται.
Κάπως έτσι, μάλλον δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν μόλις πρόσφατα, σύμφωνα με τα οποία το 2016 – όγδοη χρονιά κρίσης!- οι Έλληνες (αντιγράφω από οικονομικό ρεπορτάζ) «επέλεξαν να επενδύσουν στους κλάδους της εστίασης. Δηλαδή να ανοίγουν καφετέριες, μπαρ και σουβλατζίδικα και την ίδια ώρα να εξακολουθούν να κλείνουν εργοστάσια». Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι ότι στις 100 νέες επιχειρήσεις, οι 84 ανήκουν σε αυτούς τους κλάδους και στοχεύουν στην τοπική αγορά.
Δεν χρειάζονταν βέβαια τα επίσημα στοιχεία. Μια βόλτα στη Λάρισα να κάνεις, αντιλαμβάνεσαι ότι τα τελευταία χρόνια δεν ανοίγουν παρά καφέ, μπαρ, φαγάδικα και... μοδάτα κουρεία (νέο φρούτο αυτό) που εντάσσονται επίσης στον τομέα των υπηρεσιών και της κατανάλωσης και όχι της παραγωγής. Σε σχέση με το παρελθόν, η παραγωγική βάση έχει περιοριστεί πάρα πολύ.
Αυτό μάλιστα συμβαίνει ενώ την ίδια στιγμή η χώρα, μετά από απίστευτες επενδύσεις που έκαναν γονείς στην εκπαίδευση των παιδιών τους, διαθέτει νεολαία με πολύ υψηλή κατάρτιση στους πιο παραγωγικούς τομείς. Άπειρα πτυχία στην πληροφορική, τις νέες τεχνολογίες, τον αγροδιατροφικό τομέα, τον τομέα της υγείας…
Κι όμως: η επιχειρηματική λογική της καφετέριας... επιμένει. Και πολύ λογικά. Οι ελληνικές οικογένειες που διαθέτουν ένα μικρό κεφάλαιο μέσω του οποίου θέλουν να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας, ακολουθούν ένα μοντέλο οικείο και δοκιμασμένο. Τι βλέπουμε παντού; Μπαρ, καφετέριες, εστιατόρια. Δουλειά εύκολη, το ρίσκο σχετικά μικρό (έτσι νομίζουν), άμεση απόδοση κερδών και ρευστότητα. Εδώ είμαστε.
Στην πραγματικότητα αυτό είναι κρίση. Ο εγκλωβισμός. Ο εγκλωβισμός στα παραδοσιακά πρότυπα που εμποδίζει την εξέλιξη και την προσαρμογή της οικονομίας σε νέες προσοδοφόρες κατευθύνσεις.
Μακριά από μας η κριτική εκ του ασφαλούς. Αλλά είναι φανερό ότι η Ελλάδα, οκτώ χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, εξακολουθεί να πάσχει από ιδέες και να έχει έλλειμμα προσανατολισμού. Πάσχει από έλλειψη φαντασίας και δυνατότητα σχεδιασμού σε βάθος χρόνου. Κυριαρχεί η αδράνεια, η λογική του άμεσου και εύκολου κέρδους, η ευκαιριακή απασχόληση. Οι σημερινές γενιές, που μεγάλωσαν στα χρόνια της εύκολης κατανάλωσης, μοιάζουν να μην κατανοούν αυτό που για τις παλαιότερες ήταν... τρόπος ζωής: ότι η υγιής επιχειρηματικότητα θέλει πολλή δουλειά, κόπο, αγωνία, θέλει ρίσκο, μεράκι, φαντασία, αλλά και ρεαλισμό. Ότι το κέρδος δεν βρίσκεται στην τοπική αγορά, αλλά στην παραγωγή αγαθών εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών στο διεθνές περιβάλλον.
Δεν είναι εύκολο να αλλάξει η κατάσταση. Οι παλιές συνήθειες, και νοοτροπίες δεν ξηλώνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Η λογική του μικρομάγαζου εξακολουθεί να είναι πανίσχυρη όπως αποτυπώνουν οι μετρήσεις. Επιπλέον δεν είναι στο μυαλό των νεαρών Ελλήνων η συνεργασία, ώστε συνενώνοντας πολλά μικρά κεφάλαια να προκύψουν ανταγωνιστικές δυναμικές μικρές συνεργατικές επιχειρήσεις εξαγωγικής κατεύθυνσης με προοπτικές.
Κοντά σ’ αυτά, οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν να παρέμβουν αφού –κρατικοδίαιτες κι αυτές- δεν έχουν ούτε νοοτροπία ούτε γνώση της επιχειρηματικότητας. Αν είχαν –λέω εγώ ο πανάσχετος- δεν θα επιδοτούσαν μπαρ και καφετέριες. Οι πολιτικοί αυτοϊκανοποιούνται με το να εξασφαλίζουν ευρωπαϊκά κονδύλια από τα ΕΣΠΑ χωρίς να νοιάζονται και πολύ πού θα κατευθυνθούν αυτά και αν θα επενδυθούν παραγωγικά φέροντας προστιθέμενη αξία στον τόπο.
Οκτώ χρόνια κρίσης, οκτώ χρόνια φαγούρας. Φαίνεται ότι δεν πάθαμε ακόμη αρκετά, ώστε μέσα από την απελπισία και την αίσθηση του πραγματικού κινδύνου να αρχίσουμε να αντιδράμε… Ο δρόμος που μας περιμένει είναι ακόμη ανηφορικός.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr