«Θα είναι καμένη είπε η μητέρα και δυστυχώς και το ηλεκτρικό του σπιτιού μας είναι κομμένο».
«Γιατί μας το έκοψαν», είπε με παράπονο ο μικρός Μιχαλάκης… «Απέναντι γιατί έχουν; Κοίτα μαμά, όλα τα φώτα είναι αναμμένα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβοσβήνει!» «Μα εσύ είσαι χαζός, αν δεν πληρώσεις σου το κόβουν», είπαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά.
«Δεν θέλω να λέτε έτσι τον αδερφό σας, δεν είναι χαζός, είναι μικρός», παρατήρησε η μητέρα και αγκάλιασε το Μιχαλάκη. Τον φίλησε χίλιες φορές και μέσα στο σκοτάδι κανένας δεν είδε δυο δάκρυα που κύλησαν απ` τα μάτια της.
Το σκοτάδι όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο πηχτό και πιο βαρύ κα το κρύο αφόρητο. Η μητέρα σηκώθηκε, άναψε μια λαμπάδα, έπειτα άναψε τη γκαζιέρα που είχε ευτυχώς λίγο πετρέλαιο και έβαλε επάνω ένα χοντρό σίδερο.
Σε λίγο το σίδερο άρχισε να ζεσταίνεται, αργότερα να κοκκινίζει και τα παιδιά σίμωσαν στη γκαζιέρα, απλώνοντας τα χεράκια τους να τα ζεστάνουν.
Η μητέρα με τη βοήθεια της λαμπάδας βγήκε έξω στο μικρό κουζινάκι. Ξετύλιξε ένα κοτόπουλο το έπλυνε και ύστερα το έβαλε σε μια κατσαρόλα με νερό.
Σε λίγο έπρεπε να το βάλει να βράσει στη γκαζιέρα, γιατί θα τελείωνε το πετρέλαιο…
Η μυρωδιά απ` το κοτόπουλο που έβραζε και άχνιζε ξεχύθηκε στο μικρό δωμάτιο. Ο Μιχαλάκης χοροπηδούσε γύρω απ` την κατσαρόλα και ρωτούσε πότε θα είναι έτοιμο το φαγητό.
Η μητέρα με λύπη της του είπε πως εκείνο το φαγητό, θα το σερβίριζε την άλλη μέρα που ήταν Χριστούγεννα.
Και για εκείνο το βράδυ έπρεπε να αρκεστούν στο λίγο φαγητό που περίσσεψε απ` το μεσημέρι.
«Μα εγώ πεινάω πολύ» είπε ο Μιχαλάκης και συμφώνησαν και οι άλλοι.
«Το ξέρω παιδιά μου» είπε εκείνη, «μα δεν έχω τίποτα άλλο. Τα τρόφιμα που έφεραν οι κυρίες του φιλοπτώχου είναι λίγα ζυμαρικά και όσπρια και το κοτόπουλο φυσικά. Το πετρέλαιο ίσα που φθάνει να βράσουμε το κοτόπουλο. Ο μικρός κλαψούρισε και κάκιωσε τη μάνα του που γύρισε πίσω τα ψώνια του μπακάλη.. που ήταν δώρο…
Ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα και σε λίγο ένα ψηλόλιγνο αγόρι ως δεκαπέντε χρονών χλωμό και κρυωμένο μπήκε στο δωμάτιο.
Χαιρέτισε χωρίς μιλιά μόνο με το κούνημα του κεφαλιού του. Η μητέρα σηκώθηκε. «ήρθες αγόρι μου, κάτσε να …ζεσταθείς. Δηλαδή… έχει σπάσει λίγο το κρύο απ` το φαγητό που βράζει.
Εκείνος αμίλητος έβγαλε το λεπτό, σχεδόν καλοκαιρινό μπουφάν του κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι.
Δεν άργησαν να καταλάβουν όλοι πως έκλαιγε. Ο Μιχαλάκης κοίταζε σαστισμένος, του φαινόταν παράξενο που έκλαιγε ο μεγάλος του αδερφός, νόμιζε πως τα δάκρυα είναι …προνόμιο δικό του. Η μητέρα πήγε κοντά.
«Τι έχεις αγόρι μου, γιατί αυτό το ξέσπασμα; Αύριο είναι Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος χαμογελάει και χαίρεται…»
«Όλος ο κόσμος, αλλά όχι εμείς. Πες μου είναι ζωή αυτή που κάνουμε! Πάγωσα στους δρόμους να πουλάω λαχεία και δεν έχω ένα ζεστό ρούχο να φορέσω» «Μα σου είπα να φορέσεις εκείνο το χοντρό σακάκι του μακαρίτη του πατέρα σου». «Δεν θέλω να βγω γελοίος στους δρόμους μαμά, δεν το καταλαβαίνεις; Αλλά αν καταλάβαινες εσύ δεν θα ήμασταν τώρα έτσι…»
Εκείνη σηκώθηκε απότομα και πήγε στο παράθυρο. Η λάμπα στο δρόμο είχε ανάψει και φώτιζε όλο το δρόμο και το δωμάτιο. Έλυσε τα πλούσια σγουρά μαλλιά της για να ξεκουράσει το κεφάλι της και πέρασε ανάμεσά τους τα δάχτυλα. Έπειτα τα τράβηξε δυνατά για να πονέσει, γιατί της ερχόταν κάτι σαν τρέλα.
Γιατί άραγε την κατηγορούσε ο γιος της! Γιατί ήταν έντιμη και σωστή μάνα δίπλα τους; Πήγε πάλι κοντά του.
«Σήκω να μιλήσουμε γιε μου και είμαι σίγουρη πως θα καταλάβεις. Είσαι πολύ νέος αγόρι μου για να ξέρεις καλά τον κόσμο. Μετά τον πατέρα σου για μένα δεν υπάρχει άλλος άντρας. Ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι.
Όμως δεν πρόκειται γι αυτό, για σας θα έκανα μια οποιαδήποτε θυσία, εκτός απ` το να κάνω κάτι έξω απ` τις …αρχές μου.
Αυτός που υπονοείς δεν με θέλει με …στεφάνι γιε μου. Μην ντρέπεσαι λοιπόν για το σακάκι του πατέρα σου. Να εύχεσαι και να παρακαλάς να μη με λυγίσει η φτώχεια και τότε θα έχεις όλο το δικαίωμα να ντρέπεσαι και να με περιφρονείς».
Αυτά είπαν εκείνη την δύσκολη παραμονή Χριστουγέννων και αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν…
Και τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι σαν τη βροχή που δε γυρίζουν πίσω… … …
Το τραπέζι ήταν στρωμένο από ώρα και η σούπα άχνιζε στη σουπιέρα. Ακόμα μια ροδοψημένη γαλοπούλα και λογής-λογής γλυκίσματα στόλιζαν εκείνο το μακρόστενο τραπέζι στην τραπεζαρία. Μια όμορφη γυναίκα γύρω στα πενήντα πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι και κάθε τόσο έβγαινε στο μπαλκόνι. Κάποια στιγμή ακούστηκε το ασανσέρ. Η καρδιά της σκίρτησε, έτρεξε στην πόρτα… Μπροστά της στεκόταν ένα γεροδεμένο μελαχρινό αγόρι.
«Μάνα μου…»
«Αγόρι μου, παλικάρι μου, σαν ψέματα μου φαίνεται που σε σφίγγω στην αγκαλιά μου… μα τ` αδέρφια σου πού είναι, δεν ήρθαν στο σταθμό;»
«Ναι μάνα ήρθαν, αλλά εγώ βιαζόμουνα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και τους άφησα να κανονίσουν τις αποσκευές μου.
Μιχαλάκη μου αγόρι μου, έλα κάτσε κοντά μου, πες μου πώς τα πας με το Πανεπιστήμιο, θα το πάρεις φέτος το πτυχίο σου;» «όπως σε βλέπω και με βλέπεις μάνα και τότε θα είμαι συνέχεια κοντά σας. Σας λαχτάρισα, σας σκέφτομαι κάθε λεπτό εκεί στην ξένη χώρα.
Σας χρωστώ πολλά, δουλέψατε όλοι σκληρά για να σπουδάσω, ελπίζω κάποια μέρα να σας το ξεπληρώσω. Παρ` ότι δεν είναι και τόσο εύκολα τα πράγματα στη χώρα μας.
Η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία…
Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι Λογοτέχνις, Συγγραφέας