Τελείωσε το δημοτικό με άριστα. Πήρε και επαίνους. Θα γινόταν σίγουρα καλή κριτικός του θεάτρου, μπορεί και τρανή δημοσιογράφος. Ίσως… ίσως αν συνέχιζε στο γυμνάσιο, ίσως αν δεν έπρεπε να σπάζει καπνά όλη νύχτα στο χωράφι, ίσως αν δεν έρχονταν η κατοχή… ίσως…
Όμως η ταυτότητά της γράφει οικιακά!
Δηλαδή; Εννοείς μπουγάδα, μαγείρεμα, σίδερο;
Πάστρα; Ασβέστωμα την αυλή κάθε Πάσχα, κουλουράκια, βασιλόπιττες, τραχανά, χυλοπίτες, πίτες, φύλλα; Ντολμαδάκια, γιουβαρλάκια, σεμέν, κεντήματα, πλέξιμο, πουλόβερ, βερνίκωμα;
Στάσου! Πήρες φόρα! Τα μπέρδεψες, τα ’κανες σαλάτα!
Σαλάτα; Έκανε σαλάτες; Γλυκά; Γλυκά του κουταλιού έκανε; Κέικ; Βερνίκωνε και τα παπούτσια;
Στάσου πάλι! Γιατί πετάγεσαι απ το ένα στο άλλο;
Ποιο άλλο; Ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο; Δεν τα έκανε όλα αυτά μαζί; Δεν έλιωνε τη ζάχαρη και το βούτυρο με το ένα χέρι και με τ’ άλλο κράταγε το βιβλίο που της έλεγες το μάθημα; Δεν έφτιαχνε εκείνες τις θεϊκές τηγανίτες με τυρί ή μέλι τραγουδώντας τους καημούς του έρωτα που ποτέ ίσως δεν ένιωσε; Δεν αντηχούσε όλη η γειτονιά τις μελωδίες του Γούναρη και του Πολυμέρη ενώ κεντούσε εκείνα τα περίπλοκα τραπεζομάντιλα ψήνοντας ταυτόχρονα κουλουράκια για το γάλα και βράζοντας χόρτα για να πίνει το ζουμί ο ευαίσθητος σύζυγος ενώ το άλλο μάτι έβραζε ψαρόσουπες που επειδή τα μικρά της δεν συμπαθούσαν με χαρά εκείνη έβραζε δίπλα κι άλλες κατσαρόλες με λογής λογής λιχουδιές…
Μας άνοιξε η όρεξη…
Όρεξη περίσσια για ζωή, καντάδα και δουλειά είχε η κα Μαλβίνα. Δουλειά, πολλή δουλειά… Απ’ το ξημέρωμα ξύλα, σόμπες, καζάνι, μπουγάδες, σίδερωμα, μπάζα…
Μπάζα; Α, ναι! Πολλά μπάζα… φεύγανε τα μαστόρια και μέχρι τη νύχτα καθάριζε. Γιατί άραγε; Την άλλη μέρα κι άλλα μπάζα… και νάτανε μονάχα ένα σπίτι… έχτισε ξανά και ξανά να βρούνε τα παιδιά… να βρούνε τα εγγόνια… να βάλουνε κάπου το κεφάλι τους…
Αργότερα ήρθε ο πολιτισμός, τα πλυντήρια, τα καλοριφέρ μα η κα Μαλβίνα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια και να δουλεύουνε τα μηχανάκια. Τότε κεντούσε ασταμάτητα… και έφτιαχνε κι άλλες λιχουδιές και έπλεκε και μοίραζε και έκανε και οικονομία να βρούνε κάτι τα παιδιά…
Δεν φώναζε, δεν αγκομαχούσε, δεν γκρίνιαζε. Περίμενε στωικά ο χρόνος να γιάνει τις πληγές όταν έφυγε ο αγαπημένος σύζυγος. Πάλεψε τη μοναξιά με τις αγάπες της, το τραγούδι και το κέντημα.
Όταν στα βαθιά γεράματα πια γεννήθηκε και το τελευταίο εγγονάκι της αναποδογύρισε τον κόσμο ολόκληρο. Κάθε φορά που την επισκέπτονταν σηκώνονταν απ τα χαράματα να το υποδεχτεί, να φτιάξει γλυκά, νοστιμιές, να έχει καθαρό το σπίτι.
Σκέφτηκες πως όλες αυτές οι μάνες έχτισαν τον τόπο, τον στόλισαν και τον παρέδωσαν. Τα παιδιά τους δεν φανήκαμε αντάξιοι. Τον αποσυνθέσαμε τόσο γρήγορα και τόσο άκομψα…
Ναι! όρεξη περίσσια για ζωή, καντάδα και δουλειά είχε η κα Μαλβίνα Αλλά το αστείο είναι πως όσο περνάγανε τα χρόνια είχε ακόμα πιο πολύ!
Η τύχη δεν την βοήθησε. Ενα κάταγμα την καθήλωσε τον τελευταίο καιρό. Της έκοψε τα φτερά. Της κόψανε και το ΕΚΑΣ παναθεμά τους!
Τώρα περιμένει στωικά και περήφανα...
Κα Μαλβίνα χρόνια πολλά!
Στέλιος Σκούρτης, εκπαιδευτικός