Πρώτα –πρώτα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός υπήρξε η φυσική εξέλιξη του Ιουδαϊσμού, μια που μέχρι τη γέννηση του Χριστού και προπάντων τη σταυρική του θυσία οι Ιουδαίοι υπήρξαν ο περιούσιος λαός του Θεού. Αν αυτοί δεν αποδέχθηκαν τον Ιησού ως Θεάνθρωπο και τον σταύρωσαν ως κακούργο, είναι άλλο θέμα. Ως εκ τούτου, η Παλαιά Διαθήκη, που προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία αποτελεί μαζί με την Καινή Διαθήκη αναπόσπαστο κομμάτι της Αγίας Γραφής, του ιερού οδηγού της Εκκλησίας μας και των πιστών της.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, όταν μια ομάδα Ελλήνων πήγε να συναντήσει και να γνωρίσει το Χριστό και οι μαθητές του τους προανήγγειλαν, έσπευσε να πει, ότι ήρθε η ώρα, για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. Τόσο σημαντική έκρινε τη στιγμή αυτή ο Ιησούς. Γνώριζε, άλλωστε ως παντογνώστης, την αξία του ελληνισμού, τη μέχρι τότε προσφορά του στον κόσμο και ότι η γλώσσα του, η γλώσσα των γραμμάτων και των τεχνών εκείνη την εποχή, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της θρησκείας Του.
Γνώριζε, ακόμη, ότι ο Σωκράτης και ο κύκλος των διανοουμένων περί αυτόν, όπως ο Πλάτων, υπήρξαν, χωρίς να το ξέρουν, πρόδρομοί Του και προετοίμασαν με τις ιδέες και τα συγγράμματα τους κατάλληλα το έδαφος, για να ανθίσει και να εδραιωθεί ο Χριστιανισμός σε μια χώρα ειδωλολατρών, στην οποία δέσποζε ο Όλυμπος, η κατοικία του Δία και των υπολοίπων θεών.
Επί πλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χριστιανισμός κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων ζωής του και στην προσπάθεια να διαδοθεί και να επικρατήσει ανά τον κόσμο, αντιμετώπισε από το ειδωλολατρικό κατεστημένο της εποχής διωγμούς, φυλακές, εξορίες και πρωτόγνωρα βασανιστήρια, ενώ το αίμα των οσίων, δικαίων και αγίων πότισε σε βάθος τα θεμέλια της κλυδωνιζομένης του Χριστού Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να περισσεύουν τα δάκρυα και ο πόνος αλλά και οι κρυπτοχριστιανοί, που λάτρευαν το Θεό τους στις εκατόμβες δια τον φόβον των διωκτών τους. Ως εκ τούτου υπήρξαν, κατά καιρούς, χριστιανοί ηγεμόνες, που στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν το χριστιανισμό να νομιμοποιηθεί και να εδραιωθεί, στράφηκαν κατά της ειδωλολατρίας, πήραν μέτρα σε βάρος της και συγκρούστηκαν μαζί της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Χριστιανισμός, όμως, δε χτυπήθηκε μόνο από έξω. Με την πάροδο του χρόνου χτυπήθηκε, προπάντων από μέσα και συγκεκριμένα από αυτούς, που προσπάθησαν μέσω των αιρετικών τους απόψεων να κόψουν και να ράψουν, επίσημα, το Χριστιανισμό στα μέτρα τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εσωστρέφεια και την πρόκληση απανωτών οικουμενικών συνόδων, που με δυσκολία κατάφεραν να αποσαφηνίσουν τα δόγματά της πίστης μας, και να γεμίσει ο τόπος ανά τον κόσμο από αιρέσεις και αιρετικούς χριστιανούς, πολλές απόψεις και συμπεριφορές των οποίων δεν έχουν καμία σχέση με την Ορθοδοξία.
Το κακό, μάλιστα, παραέγινε, αφότου προέκυψε ο ανταγωνισμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ, δηλαδή, Δυτικού και Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους ή καλύτερα μεταξύ Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που είχε σαν αποτέλεσμα να προκύψει το 1054 το σχίσμα ανάμεσα στους Καθολικούς της Δύσης και τους Ορθόδοξους της Ανατολής. Αυτή η εξέλιξη, με την πάροδο του χρόνου, οδήγησε τους πρώτους να γίνουν σταυροφόροι και με πρόσχημα την απελευθέρωση των αγίων τόπων από τους Άραβες να πλιατσικολογήσουν και να καταλάβουν τη βασιλεύουσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, και υποσκάπτοντας τα θεμέλιά της και αποδυναμώνοντας την να γίνει, κατόπιν, εύκολη λεία στις ορέξεις των Οθωμανών.
Άλλωστε, ειδοποιός διαφορά μεταξύ Καθολικών και Ορθόδοξων δεν είναι μόνο το filioque, η εκπόρευση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού ∙ είναι και το αλάθητο και η κοσμική εξουσία του Πάπα, τα συγχωροχάρτια, η Ιερή εξέταση και οι πρακτικές της, που αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο του Καθολικισμού και μόνο και όχι της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και, όταν μιλάμε για Ορθοδοξία, όλα αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε, γιατί δεν την αγγίζουν.
Υπήρξαν, βεβαίως, στο μακραίωνο παρελθόν του χριστιανισμού οπαδοί του, των οποίων τα ονόματα, πριν τον ασπασθούν, φιγουράριζαν ακόμη και στις λίστες των ληστών, των κακούργων, των πορνών, των τελωνών, των αμαρτωλών γενικότερα αλλά και των πολεμίων και διωκτών του χριστιανισμού. Εν τούτοις, τα ονόματα κάποιων από αυτούς, συμπεριλαμβάνονται, σήμερα, και κοσμούν τις λίστες των αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας, όπως για παράδειγμα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι η πεμπτουσία του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας είναι η μετάνοια και η ταπείνωση, μέσω της οποίας, όταν αυτή είναι ειλικρινής, εκδηλώνεται με συνέπεια και συνοδεύεται από εξομολόγηση, προσευχή και θεία κοινωνία, ο άνθρωπος καθαγιάζεται και θεώνεται.
Γι’ αυτό και ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση αυτή η αρχαία ελληνική ρήση, «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται» και είναι ευτυχείς, όσοι, έστω και την τελευταία στιγμή της ζωής τους, όπως ο ληστής στο σταυρό, πρόλαβαν με συντετριμμένη καρδιά να πουν το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου».
Και κάτι ακόμη ∙ ο Ιησούς, καθ΄ ομολογία του, ήλθε στον κόσμο, για να καλέσει σε μετάνοια και να σώσει τους αμαρτωλούς ∙ γι’ αυτό και επεδίωκε να μπαίνει στις παρέες τους.
Ας τα έχουν όλα αυτά υπόψη τους, όσοι, κατά καιρούς, αραδιάζουν ψεγάδια σε βάρος του Χριστιανισμού, χωρίς να κάνουν καμία, απολύτως, διάκριση μεταξύ αιρετικών και Ορθόδοξων χριστιανών, γιατί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκόντες-άκοντες αδικούν την Ορθοδοξία και προσφέρουν κακές υπηρεσίες σ’ αυτήν.