Κάθε χρόνο, τούτες τις μέρες, μια μαύρη ολόσωμη φιγούρα, η άυλη μορφή και η πεμπτουσία της αφηγηματικής δύναμης, άναβε τα καντηλάκια, έβαζε καρβουνάκια στο θυμιατό του και μας καλούσε με τον εμπνευσμένο του λόγο, σ’ έναν κόσμο υπερβατό, πλήρη αίγλης και μεγαλείου. Διακοσμημένον με άφατες εικόνες και πλουμιστά στολίδια της Ελληνο – Ορθόδοξης γλώσσας και παράδοσης.
Ποιος δεν θυμάται, τον Άγιον αυτόν άνθρωπο, σκυφτόν κι απόκοσμο, καθισμένον σε μια γωνιά, σε στάση σιγηλής εγκαρτέρησης, με χέρια σταυρωμένα και σκυφτό κεφάλι, διαλογιζόμενον και απεργαζόμενο, διαμάντια της Ελληνικής Λογοτεχνίας;
Κι ακόμα τον φανταζόμαστε όλοι μας, τον Άγιο τούτο γέροντα, καθισμένο σε κάποιο ανήλιαγο δωμάτιο, βασανιζόμενο από κρυάδες κι έναν επίμονο βήχα, που του έτρωγε τα σωθικά. Δίπλα σ’ ένα χαρτί να βουτά την πένα του, στον αστείρευτο πνευματικό του θησαυρό. Και να τυπώνει στο χαρτί, ιστορίες και διηγήματα απείρου κάλλους. Επόνεσε αμέτρητα στη ζωή. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής. Αλλά έμεινε στην έντιμη πενία του. Ανένταχτος στην μικρή κοινότητα του νησιού, όσο και στην κοινωνία των Αθηνών. «Μονήρης φευ! Άεργος περιπατητής, με αληθή συστολήν και ταπείνωσιν, αισθάνεται εαυτόν εκτοπισμένον εις ερημίαν…». Πνεύμα ασκητικό. Καθοσιωμένος σε υψηλούς σκοπούς. Με περισσή μαεστρία και ανιχνευτικό πάθος.
Με τη γραφίδα του έδωσε μορφές κι έννοιες, θεμελιώδεις και αιώνιες. Τον παπά του χωριού, τον τρελό, την αστεφάνωτη γυναίκα, τον αλιβάνιστον, τον αυτοκτόνο, τη «στρίγγλα» μάνα, τα πονηρά γραΐδια…
Ο Άγιος των Γραμμάτων, στην πεζογραφία, στέκει δίπλα στον Σολωμό. Ο Σπ. Μελάς ρωτάει τι είναι ο Παπαδιαμάντης κι απαντά: «Είναι μια μεγάλη μουσική φύση». Ο Ζαν Μωρεάς, κατατάσσει τα έργα του, στα αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Και ο λαός μας τον ανακηρύσσει «Άγιο των Γραμμάτων». Είναι φορέας ενός ήθους ξεχασμένου και μιας αταλάντευτης Χριστιανικής βίωσης.
Ο Γέροντας είχε και το χάρισμα του ψάλτη. Έβαλε γυαλιά σ’ όλους τους ψαλτάδες της Αθήνας. Κι όταν έψελνε στους γραφικούς ναΐσκους του νησιού, ανέβαζε το πλήρωμα σε μια υπέργεια αγγελική ατμόσφαιρα. «Εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, εταπεινούτο και οιονεί συνέπασχεν μετά του υμνωδού…».
Με τη γραφίδα και τις ψαλμωδίες του, μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων. Ξυπνούσε μέσα τους την νοσταλγία της παιδικής ζωής, των αγνών συγκινήσεων και της άδολης χαράς των Αβραμιαίων και των Πατριαρχικών ηθών.
Κανένας άνθρωπος, δεν έδειξε τόση περιφρόνηση στο χρήμα, στην κοινωνική προβολή, στη διάκριση ή στον αριβισμό, όπως ο Παπαδιαμάντης. «Επέρασεν όλον τον βίον του, ασκητικώτατα. Υπέμεινεν την πενίαν και τας ποικίλας δυσκολίας με μεγαλοψυχίαν. Επάλαισεν νικηφόρως κατ’ επάνω των πονηρών δαιμόνων και των παντοίων πειρασμών». (Ι. Μενούνος: Παπαδιαμάντης).
Έφυγεν ο Άγιος των Γραμμάτων, για να θρονιαστεί στις αγκαλιές του Θεού, όπως ταιριάζει, στα ευλογημένα του δημιουργήματα. Ταλαιπωρημένος, άρρωστος, βασανισμένος και παραγνωρισμένος, στα 60 του χρόνια (1851 – 1911). Σαν έφυγε έπαψαν να σημαίνουν οι καμπάνες στα καμπαναριά των εκκλησιών του νησιού. Τρεμόσβησαν τα καντήλια και σώπασαν τα δοξαστικά. Όλα άλλαξαν…
Και τότε ήρθαν οι «Χαλασοχώρηδες», που έλεγε, και οι ξένες κουρελαρίες, με άνδρες αμφίβολους και γυναίκες μαινάδες και βακχίδες του σαθρού παλκοσένικου, για να καταργήσουν την παράδοση.
Σήμερα πια κανένα Ελληνόπουλο, δεν μπορεί να νιώσει το μεγαλείο του. Δεν τον καταλαβαίνουν. Τον αγνοούν. Χάνουν τη χάρη του. Οι λεξιλογικές αδυναμίες τους, τους αποτρέπουν, από τα αθάνατα τούτα έργα. Πώς να μεταλάβουν το λόγο και το μήνυμα της «Φόνισσας», του «Όνειρο στο Κύμα», του «Χριστός στο Κάστρο»;
Όσοι απόμειναν μνήμονες και λάτρεις του, τις μέρες τούτες, ας σύρουν από τα ράφια τους, τον Άγιο των Γραμμάτων κι ας αναβαπτισθούν στον πακτωλό της πίστης και της αγάπης. Ας λουστούν στα νάματα της Ελληνο – Ορθόδοξης παράδοσης, που τόσο πιστά την υπηρέτησε εκείνος.
Από τον Κων/νο Παπακωνσταντίνου