Η εκλογή Τραμπ ήταν αποτέλεσμα της έντονα αντισυστημικής τάση που επικρατούσε στην αμερικανική κοινωνία. Οι πολίτες ήθελαν να τιμωρήσουν με την ψήφο τους τις καθεστηκυίες δυνάμεις, με πρώτο το Δημοκρατικό κόμμα που έκλεινε μία οκταετία στην αμερικανική διακυβέρνηση, αλλά και γενικότερα να καταψηφίσουν την «κομματοκρατία» την οποία θεωρούσαν πηγή των δεινών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ πράγματι απευθύνονταν στο ακροατήριο των λευκών, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου Αμερικανών, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων που αντιτίθενται στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και σε ό,τι αυτή συνεπάγεται: ανταγωνισμός με τις ασιατικές επιχειρήσεις, εισροή μεταναστών κτλ.
Αυτός ο κόσμος που δεν είναι συνδεδεμένος με τα μεγάλα αγροτικά και βιομηχανικά συμφέροντα της Αμερικής ή με συμφέροντα στον τομέα των υπηρεσιών και της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, στήριξε τον Τραμπ, ακριβώς διότι υπόσχονταν μία περισσότερο προστατευτική εμπορική πολιτική, ένα νέο μερκαντιλισμό. Αυτό είναι το πρώτο κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής που υπόσχεται ο Τραμπ, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα, η Χίλαρι Κλίντον και κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος είχαν εκφραστεί ανοικτά υπέρ και δρομολογούσαν τις διαδικασίες ολοκλήρωσης των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού (την TTIP, την TiSA και την TTP), δηλαδή αυτά τα ιδιότυπα «οικονομικά ΝΑΤΟ» με τα οποία οι Αμερικανοί επιχειρούν να μαντρώσουν την Ευρώπη και όλους τους συμμάχους τους για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό, όπως έχω τονίσει πολλάκις, ο Ομπάμα ήθελε να υπογραφεί η TTIP πριν την αποχώρησή του από την προεδρία των ΗΠΑ και γι’ αυτό ίσως βιάζονταν οι Καναδοί και το ευρωπαϊκό κατεστημένο των Βρυξελλών να ολοκληρωθεί η υπογραφή της CETA που αποτελεί την αντίστοιχη συμφωνία απελευθέρωσης του εμπορίου Ε.Ε.-Καναδά. Επειδή ακριβώς έβλεπαν ότι το κλίμα θα ανατραπεί.
Κανείς δεν ξέρει βέβαια αν ο Τραμπ θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του και σε πιο σημείο προτίθεται να οδηγηθεί σε ρήξη με τις μεγάλες πολυεθνικές. Το σίγουρο όμως είναι ότι με την νίκη του Τραμπ ο οποίος έχει εκφραστεί εχθρικά προς την TiSA, την TTIP αλλά και προς την TTP μπαίνουν πολλά ερωτηματικά όσον αφορά την διεθνή στρατηγική των ΗΠΑ.
Τα παραπάνω μας οδηγούν στο δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ που αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Πράγματι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν φαίνεται να διακατέχεται από την ρωσοφοβία που επικρατεί στους κύκλους των προκατόχων του. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο που αφορά δεόντως την Ελλάδα καθώς όπως όλοι γνωρίζουμε οι αγρότες αλλά και οι επαγγελματίες του τουρισμού στην χώρα μας έχουν υποφέρει από το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας εδώ και δύο χρόνια, λόγω των κυρώσεων.
Σε αντίθεση με την ψυχροπολεμική ρητορεία του προκατόχου του Προέδρου Ομπάμα αλλά κυρίως της Κλίντον, ο Τραμπ, που δεν ήταν ο εκλεκτός της βιομηχανίας όπλων αλλά, αντίθετα των συμφερόντων εκείνων που είχαν επενδύσει στη Ρωσία και επλήγησαν από την ένταση που επικράτησε στις σχέσεις Ρωσίας-Αμερικής μετά την διένεξη στην Ουκρανία, δεν δίστασε για παράδειγμα να δηλώσει στις 31 Ιουλίου στον σταθμό ABC News ότι «ο κόσμος στην Κριμαία προτιμάει την Ρωσία», ενώ απέφυγε χαρακτηριστικά, σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας να μιλήσει για «προσάρτηση της Κριμαίας».
Η στροφή αυτή του Τραμπ προς την ανάδειξη εκ νέου του «έθνους-κράτους» ως βασικού παίκτη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η συνακόλουθη απαξίωση κάθε αντίληψης περί πολυμερών διεθνών διευθετήσεων και συγκροτημάτων, αναμένεται να έχει επιπτώσεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ. Έχει σημασία δηλαδή η θεώρηση που διακατέχει την ομάδα του Τραμπ, που βλέπει την Ε.Ε. σαν 28 και στη συνέχεια σαν 27 αυτοτελή κράτη και όχι σαν ένα ενιαίο σύνολο.
Στην στροφή του υπέρ της εθνικής οικονομίας, ο Τραμπ δεν μπορεί να υποστηρίξει το μοντέλο της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Αυτό σημαίνει πιθανή ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας αλλά και ενθάρρυνση των άμεσων σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και των κρατών μελών της Ε.Ε., χωρίς τη μεσολάβηση των Βρυξελλών. Επομένως αλλάζουν και οι όροι συζήτησης ΗΠΑ και Ελλάδας. Οπωσδήποτε όμως, η Ελλάδα έχει να κερδίσει εξ’ αντικειμένου, λόγω της εξασθένισης της Γερμανικής Ευρώπης και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών που εκπροσωπούν τις θέσεις των δανειστών στο διεθνές πεδίο.