Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει κατά το άρθρο 93παρ.4 ότι: «Τα Δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο στο Σύνταγμα». Η γενέθλια σκέψη του έλεγχου της συνταγματικότητας των νόμων δεν ανήκει στον συντακτικό ή αναθεωρητικό νομοθέτη, αλλά στον ίδιο τον Δικαστή, δεδομένου ότι στην υπ’ αριθμ. 23/1897 απόφαση του Αρείου Πάγου, προβλέπεται ότι το Δικαστήριο δικαιούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου που αντίκειται στο Σύνταγμα σε σχέση με το θέμα το οποίο δικάζει.
Έκτοτε, έως και σήμερα, ο έλεγχος είναι διάχυτος (όχι συγκεντρωτικός), παρεμπίπτων (όχι ευθύς) και συγκεκριμένος (όχι αφηρημένος) υπό την έννοια ότι η διάταξη νόμου που κρίνεται αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται, απλώς δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση, και αυτό ισχύει για όλων των βαθμίδων τα Δικαστήρια, ασχέτως εάν -συνήθως– του ελέγχου επιλαμβάνονται τα ανώτατα Δικαστήρια (Άρειος, Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο). Σε περίπτωση διαφωνίας η επίλυση παραπέμπεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε Σ.) και εφόσον διαπιστωθεί αντισυνταγματικότητα διάταξης νόμου τότε αυτή καθίσταται ανίσχυρη και καταργείται (άρθρ. 100 παρ. 4 Σ.) και συνεπώς το Α.Ε.Δ. λειτουργεί εν προκειμένω ως ένα οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, λοιπόν είναι, εάν ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων πρέπει να συγκεντρωθεί σε ένα και μοναδικό δικαστικό όργανο, το Συνταγματικό Δικαστήριο, διαφοροποιώντας έτσι το δικονομικό πλαίσιο ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος στην πατρίδα μας.
Α) Το βασικότερο προβαλλόμενο επιχείρημα υπέρ της ίδρυσης του Σ.Δ. είναι η ανασφάλεια του δικαίου, αφού μπορεί να εκδοθούν αποφάσεις δικαστηρίων αντίθετες μεταξύ τους, καθόσον ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα συντρέχοντα αιτήματα (διάγνωση έννομης κατάστασης, αποζημίωση, ακύρωση πράξης κ.λπ.).
Β) Ένα άλλο επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι τεθέντος ζητήματος ασυμφωνίας ενός νομοθετήματος ως προς το Σύνταγμα, εμφιλοχωρεί μακρύς χρόνος μέχρι την οριστική επίλυση του θέματος ιδιαίτερα σε μία εποχή όπου η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η σύγχρονη ζωή, η νομοθετική δραστηριότητα παρουσιάζεται συχνότερη οφείλοντας να είναι και λεπτομερέστερη.
Γ) Επιπλέον, η ανάγκη συνάρθρωσης και συμπόρευσης της εσωτερικής έννομης τάξης με κανόνες που απορρέουν από το Ευρωπαϊκό ή το Διεθνές Δίκαιο, απαιτούν εντονότερα την τήρηση της ασφάλειας του Δικαίου, καθιστώντας το Συνταγματικό Δικαστήριο ως αρμοδιότερο για τον έλεγχο της μη αντίθεσης του νόμου προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Ενωσιακό Δίκαιο κ.λπ..
Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα υπέρ της διατήρησης του υπάρχοντος συστήματος που εδράζεται στο ίδιο το ισχύον Σύνταγμα αλλά και σε μια εκατοντάχρονη και πλέον παράδοση συμπυκνώνονται στα εξής:
Α) Ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος προασπίζει αμεσότερα και εγγυάται καλύτερα την απονομή της δικαιοσύνης, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, σεβόμενος και την ανεξαρτησία και το κύρος των δικαστών όλων των βαθμίδων, οι οποίοι οφείλουν να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο (άρθρ. 87 Σ.) και τους οποίους σαφώς οφείλουμε να εμπιστευόμαστε.
Β) Η προσδοκία των υποστηρικτών του Σ.Δ. περί επιτάχυνσης της διαδικασίας επίλυσης των ζητημάτων (όπως προαναφέρθηκε) δεν είναι βέβαιο ότι θα ευδοκιμήσει, αλλά αντιθέτως, η ίδρυση του Σ.Δ. μπορεί να είναι παράγοντας επιβράδυνσης της εκδίκασης των υποθέσεων, διότι θα αποτελεί αιτία παραπομπής σε αυτό και συνεπώς θα παρατηρούνται φαινόμενα αναβολής, ειδικά από στρεψόδικους διαδίκους.
Γ) Ως προς την ασφάλεια και βεβαιότητα δικαίου, επίσης θα είναι άκρως προβληματικό το να ορισθεί εάν ο έλεγχος θα είναι συγκεκριμένος ή αφηρημένος, εάν δηλαδή η κρίση για τη συνταγματικότητα ή μη θα δημιουργεί δεδικασμένο για συγκεκριμένους διαδίκους ή για κάθε σχετική στο μέλλον υπόθεση που θα ανακύψει και που ενδεχομένως θα ενέχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, καθιστώντας έτσι τη δυνατότητα διάπλασης σταθερών ερμηνευτικών αρχών του δικαίου από δύσκολη έως ακατόρθωτη.
Δ) Ως προς τη σύνθεση των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τον τρόπο αναδείξεως ή υποδείξεως αυτών, εγείρονται πολλές επιφυλάξεις, αφού θεωρείται λίαν πιθανό η εκτελεστική εξουσία να έχει δυνατότητα παρέμβασης, ορίζοντας αυτήν η ίδια δικαστές - εάν θα πρόκειται μόνο για συμμετοχή τακτικών δικαστών - ή προσωπικότητες που θα «ελέγχονται» από «πολιτικούς κηδεμόνες».
Εν κατακλείδι, και των δυο πλευρών τα επιχειρήματα είναι λιγότερο ή περισσότερο βάσιμα και βεβαίως σεβαστά. Το ισχύον σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων περιποιεί τιμή για εμάς τους Έλληνες που υπήρξαμε πρωτοπόροι στην εφαρμογή του. Το ζητούμενο είναι πώς θα το βελτιώσουμε και θα το καταστήσουμε πιο λειτουργικό. Στην περίπτωση δε, που ιδρυθεί Συνταγματικό Δικαστήριο, αυτό επιβάλλεται να συντίθεται από τακτικούς δικαστές και όχι από προσωπικότητες, πιθανότατα ευάλωτες στην αδηφάγο εκτελεστική εξουσία και ως προς το ενδεχόμενο αυτό σημειώστε ότι, ήδη ο ορισμός των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων, όπως και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενεργείται με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου (άρθρ.90 πάρ. 5 Σ.). Ο ομφάλιος ρόλος, λοιπόν, της Δικαιοσύνης με την εκτελεστική εξουσία είναι ανάγκη να κοπεί, οιοδήποτε σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και εάν θεσπισθεί.