Το καλοκαίρι χώμα, σκόνη παντού. Καθώς περπατούσες πάνω τους έμπαινε μέσα το πόδι σου κανένα εκατοστό, κι άφηνε το αποτύπωμα των παπουτσιών σου, ως πάνω να γεμίζουν σκόνη από τους χωμάτινους μη ασφαλτοστρωμένους οδούς της συνοικίας. Δεν ήταν κι ότι το καλύτερο.
Όσο για τους ανθρώπους που έμεναν εκεί, η ζωή τους μαζεμένη μετρημένη, μεροδούλι, μεροφάι που λένε, του μεροκάματου, με το συνεχή τρέξιμο για την επιβίωση. Συμμαζεμένα λοιπόν, όμως όχι στερημένα, κυλούσαν οι μέρες τα χρόνια εκείνα, με τις χαρές τις λύπες, συντροφικά μες τις αυλές των σπιτιών τους, γεμάτες από το άρωμα του γιασεμιού, του βασιλικού, των κρίνων, τις τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές, κι άλλων πολύχρωμων ποικίλων λουλουδιών.
Απλωμένα σε γλάστρες παρτέρια παντού όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου. Πανδαισία αρωμάτων και χρωμάτων. Ας αναφέρω τώρα το εσωτερικό των χαμηλών αυτών σπιτιών, το ένα τόσο κοντά με τ' άλλο.
Διώροφα σπάνια να δεις τότε, ακόμη δεν είχε αρχίσει η ξέφρενη ανοικοδόμηση των πολυκατοικιών, γκρεμίζοντας αυλόπορτα και τις στέγες από κεραμίδια. Χτισμένα στο κέντρο της άπλας, των μεγάλων σε έκταση οικοπέδων τους. Κι ας πάμε τώρα μέσα να δούμε εντέλει πως ήταν.
Απλά, δεν θα πω φτωχικά, είχαν μια αρχοντιά, σαν έλαμπαν από πάστρα τάξη και νοικοκυροσύνη, στοιχεία που πρόσεχες αμέσως μπαίνοντας, εκεί. Λίγα έπιπλα τα απαραίτητα, εντός σπιτιού ζεστού και φιλόξενου. Πολύχρωμα κιλίμια υφαντά στο πάτωμα, δαντελένιες κουρτίνες κάτασπρες στα παράθυρα, και εργόχειρα κεντημένα, αριστουργήματα παντού να στολίζουν τους χώρους δίνοντας έτσι μια νότα ευχάριστη, μια ψεύτικη αίσθηση πλούτου.
Δεν θα προβώ σε περισσότερες λεπτομέρειες για τις ωραίες μονοκατοικίες των χρόνων εκείνων.
Όμως να μπορούσα να γράψω συνεχώς για την ζεστασιά που ενέδιναν για τις γιορτές μ' όλα τα φώτα αναμμένα, τις φωνές, τα γέλια των ανθρώπων εκεί. Κι άλλα πολλά που είναι χαραγμένα στην μνήμη μου μα και στην καρδιά μου, και δεν τα ξεχνώ. Προχωρώντας λοιπόν στέκομαι σ' ένα σπίτι που υπήρχε εκεί τότε στη γειτονιά, κι όπως γυρίζω πίσω στον χρόνο το βλέπω πάλι μπροστά μου, σαν να 'ταν χθες. Ξεχώριζε απ' τ' άλλα ήταν μοναδικό.
Όχι δεν θα μπορούσες να το πεις αρχοντικό, όμως, ήταν τόσο περιποιημένο, με ωραίο κήπο έξω πλακόστρωτη αυλή, περίτεχνα κάγκελα γύρω, και στα παράθυρα σιδερένιο κιγκλίδωμα όμοιο.
Βαμμένο ε όλο λευκό, με κολώνες να στηρίζουν την οροφή της βεράντας και δύο τρία σκαλοπάτια όλα από μάρμαρο σε οδηγούσαν στην είσοδο του καλαίσθητου αυτού σπιτιού. Έτσι κάτασπρο φάνταζε πανώριο, και ήταν αδύνατο περνώντας να μην το προσέξεις.
Το εσωτερικό του, μεγάλες ευρύχωρες κάμαρες με έπιπλα πολυτελή, και κρυστάλλινους πολυελαίους να αστράφτουν στο φως. Σ' αυτό ζούσαν αρκετά μέλη.
Οι γονείς και τα πέντε παιδιά τους. Δυο παιδιά και τρία κορίτσια. Στη Θεσσαλία τ' αγόρια τ' αποκαλούν παιδιά, είναι γνωστό. Ρωτάς πόσα παιδιά έχεις; Τρία παιδιά κι ένα κορίτσι η απάντηση. Μα γιατί δεν θεωρείται παιδί κι αυτό; Τότε τα κορίτσια τα είχαν σε δεύτερη μοίρα, πρωταρχικό ρόλο, και καμάρι για τους γονείς, όταν ερχόταν στον κόσμο ο γιος το αρσενικό, που σαν θα μεγάλωνε θα ήταν το στήριγμα γι' αυτούς, ο δουλευτής ο δυνατός να διαφεντεύει την περιουσία τους. Τα κορίτσια τα πάντρευαν μικρά, και πήγαιναν να ζήσουν με τους γονείς του γαμπρού.
Συνεχίζουμε πάμε παρακάτω για να μάθουμε για αυτή την πλούσια οικογένεια, σε αντίθεση με τους φτωχούς γείτονες που έμεναν δίπλα τους. Είχαν μεγάλη οικονομική άνεση. Ήταν κτηματίες είχαν στην κατοχή τους χιλιάδες στρέμματα γης από στάρια και βαμπάκια. Απασχολούσαν πάρα πολλούς εργάτες στην δούλεψή τους. Διέθεταν τρακτέρ με μεγάλες πλατφόρμες, κι όταν ήταν ο καιρός του μαζέματος της σοδειάς, του θερισμού στους απέραντους σιτοβολώνες, φόρτωναν άνδρες, γυναίκες με τα μαντήλια στο κεφάλι, και τραβούσαν για τα χωράφια, από τα χαράματα, γυρίζοντας το βράδυ κατάκοποι. Όμως δεν τους ένοιαζε αρκεί που υπήρχε δουλειά.
Οι εργοδότες τους ήταν άνθρωποι έντιμοι, εντάξει μαζί τους στο μόχθο τους, καλοπληρωτές. Όλοι στη γειτονιά τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν. Ο μεγάλος γιος ο πρώτος της οικογένειας, σπούδασε γιατρός από τους καλύτερους στη πόλη, κι ο δεύτερος ανέλαβε τα κτήματα. Οι τρεις αδελφές ασχολείτο με το σπίτι. Τότε σπάνια να βγει έξω η γυναίκα να εργασθεί. Η μητέρα των παιδιών έζησε ως τα βαθειά της γεράματα. Μια γερόντισσα αξιόλογη καλοσυνάτη, πονετική, και είμαι βέβαιη για τις αγαθοεργίες της σε 'κείνους που θα της το ζητούσαν, μη λέγοντας ποτέ τίποτα σε κανέναν.
Τα χρόνια τότε δύσκολα, φτώχεια, ανέχεια παντού γύρω.
Εδώ θα τελειώσω την μικρή αυτή ανάμνησή μου, που με πήγε μαζί σας, πίσω στο χρόνο, ξαναβρέθηκα εκεί στην αγαπημένη μου γειτονιά, για να θυμηθώ και ν' αντλήσω να φέρω στο φως ιστορίες περιστατικά διάφορα, που συνέβησαν και μένα μ' άγγιξαν, και παραμένουν μέσα μου ζωντανά ως τώρα.
Κωνσταντίνα Κότση, μέλος της ΕΛΟΣΥΛ και συνεργάτης του περιοδικού «Πνευματική Λάρισα»