Με όλους αυτούς τους νέους συνταξιούχους η πόλη ζει την άνοιξη των ουζερί. Παλιοί τραπεζικοί που βγήκαν με προγράμματα εθελουσίας εξόδου, παλιοί υπάλληλοι της Νομαρχίας και των υπηρεσιών της, που άδραξαν την ευκαιρία να φύγουν πριν τους πιάσουν οι Νόμοι του Σαμαρά τότε, του Κατρούγκαλου σήμερα. Και ακόμη, παλιοί δάσκαλοι και καθηγητές που άφησαν την έδρα πανικόβλητοι μην χάσουν το εφάπαξ- το όνειρο μιας ζωής για τους περισσότερους, που θα μεταφραζόταν, πιθανότατα, σε ένα δυαράκι στον Πλαταμώνα, άντε και στους Νέους Πόρους, καλά είναι κι εκεί, να κάνουμε τα μπάνια μας τα καλοκαίρια, που είναι ατέλειωτα για κείνους που κάθονται και που γίνονται όλο και πιο ζεστά και βασανιστικά στις πόλεις.
Και είναι και Σεπτέμβρης, στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, χωρίς εισαγωγικά βέβαια. Ο καιρός σκέτη γλύκα, και ένας χαρωπός ήλιος σκορπάει θαλπωρή καθώς πέφτει στο πεζοδρόμιο που φιλοξενεί τα τραπεζοκαθίσματα του ουζερί. Η ζωή είναι ωραία τον Σεπτέμβρη στην Ελλάδα - στην προηγμένη Ευρώπη ψάχνουν μαρκίζες να προφυλαχτούν από τις βροχές και τα πρώτα κρύα. Εδώ λιάζονται και ξεκουράζονται τα κουρασμένα κορμιά, κατεβάζουν καραφάκια με μέτρο, τσιμπολογούν μεζέδες, φασόλια γίγαντες, λαχανάκι και ατζούγιες. Και οι θαμώνες, όλο και διευρύνονται. Μηχανικοί και δικηγόροι που έχουν κεσάτια, παλιοί εμπόροι που δεν αντέχουν να κάθονται στο μαγαζί και να βλέπουν να μην πατάει άνθρωπος, αλλά και δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν σχολάσει (λίγο ...νωρίτερα είν’ αλήθεια). Και παραδίπλα, αισιόδοξες νότες, από το φασαριόζικο και γελαστό φοιτηταριό του ΤΕΙ Λάρισας, όσοι απέμειναν κι από δαύτους γιατί όλο και πιο πολλές οικογένειες δεν έχουν λεφτά και δεν στέλνουν τα παιδιά για σπουδές.
Αναλύσεις πολιτικές, φωνακλάδικα χωρατά, και μεγαλόστομες δηλώσεις, όλα τα ακούς στο ουζερί και η πλάκα με τα γκαρσόνια στην ημερήσια διάταξη:
-Άιντε α ρα Γιάνν’ –φωνάζει ο Ασημάκης- πουν’ το πενηντάρ΄; Βάλθηκες να μας στεγνώσεις ντιπ; Αϊ, μας στέγνωσε σήμερα ο Τσίπρας που μας έκοψε κι άλλο την επικουρική, κόψε μας κι συ το τσίπρου να δούμι τι θα γένει...
Γελάνε τα διπλανά τραπέζια, δημιουργείται ένα κλίμα χαρούμενης έξαψης μα και συναδέλφωσης με συγκολλητική ουσία τα κοινά προβλήματα, ίδια και απαράλλαχτα για τον καθένα. Σάμπως μόνο ο Ασημάκης έχει τον γιο άνεργο και όλο και τσοντάρει την οικογένεια; Ή μήπως των αλλωνών οι συντάξεις δεν κόπηκαν; Και προχτές, σαν διάβαζαν στην «Ελευθερία» ότι ΙΚΑ και ΤΕΒΕ (αϊ, καλά, ΟΑΕΕ...) βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης και πως ψάχνουν και πάλι λεφτά να πληρώσουν συντάξεις, τους έκοψε κρύος ο ιδρώτας, για μια ακόμη φορά... Α, ρε παλιοζωή, όλο αγωνίες είσαι...
Είχε κάνει πολλά όνειρα ο Ασημάκης, είχε μεταθέσει πολλές προσδοκίες στην περίοδο εκείνη που δεν θα σηκωνόταν από τις 6 το πρωί για να πάει στη Μονάδα, που θα χόρταινε ύπνο και θα ‘πινε καφεδάκι σπιτικό σαν άνθρωπος με την κυρά Ματίνα, όχι με τα φαντάρια στα κυλικεία. Πέρα από τα κλασικά που... εξαγγέλλει κάθε συνταξιούχος να φτιάξει δηλαδή μπαξέ και να καλλιεργήσει τα δικά του ζαρζαβατικά, λογάριαζε να κάνει όσα ταξίδια δεν πρόλαβε. Να γυρίσει όλη την Ελλάδα, να ξαναπάει στα μέρη – έλεγε- που είχε υπηρετήσει νεαρός μόνιμος επιλοχίας- θα τον θυμούνται άραγε τόσοι φίλοι και γνωστοί που είχε κάνει παρέα ή και εξυπηρετήσει;
- Ασημάκη, θα πας και στο Μεσολόγγι; τον ρωτάνε και χαμογελάνε πονηρά κάτι μυημένοι...
- Ναι, ρε θα πάω... Αλλά τι να λέει τώρα; Σαν ξινισμένη σταφίδα θα έχει γίνει...
Και πέφτει γέλιο, καθώς ο διάλογος υποκρύπτει μια σκαμπρόζικη ιστορία. Τότε που ο νεαρός επιλοχίας Ασημάκης, «ηρραβωνίσθη» την Ευδοξία, νέαν στρουμπουλή εκ Μεσολογγίου ορμώμενη, μόνο και μόνο για να βγαίνει μαζί της ελεύθερα και αφού χόρτασε χάδια, φιλιά, αλλά και κατσικάκια και... γουρουνοπούλες κάθ’ εκάστην Κυριακή στο σπίτι της τροφαντής μνηστής, άλλαξε τροπάρι και από Ασημάκης έγινε... Παναής. Και μην τον είδατε....
- «Και την κοπάνησες βρε αφιλότιμε; Κι έχασες και τη γουρουνοπούλα;» εξακολουθούν το πείραγμα οι μυημένοι..
- «Μωρέ δεν λες που γλίτωσα και το ξύλο; Και τι ξύλο; Μεσολογγίτικο! Ρουμελιώτικο! Ας είναι καλά ένας συνταγματάρχης που μ’ έδωσε απόσπαση σ’ ένα φυλάκιο μέχρι να κοπάσει η φασαρία...».
* * *
Μα ούτε μπαξέδες ούτε ταξίδια έκανε ο Ασημάκης. Κι ούτε θα κάνει. Παραιτημένος και κουρασμένος περισσότερο ακόμη και από τα χρόνια της «ενεργούς υπηρεσίας», το μόνο που θέλει είναι να πηγαίνει κάθε τόσον στο ουζερί. Να πιάνει εκεί μια γωνιά, παρέα με άλλους παραιτημένους που σου θυμίζουν το σκηνικό των «Μοιραίων» του Βάρναλη και όλοι μαζί να διηγούνται παλιές ιστορίες ή να «αδειάζουν» στο τραπέζι τους καημούς που έφερε και σ’ αυτούς η ζωή. Ο ένας για το παιδί που είναι άνεργο, ο άλλος για το κορίτσι που χώρισε και έχει και μικρό παιδί, ο τρίτος για την ασθένεια της γυναίκας του – δεν σώνουν αυτά ποτέ- και όλοι μαζί να μετρούν πόσο κόπηκε για μια ακόμη φορά η σύνταξη...
Και ούτε που θέλει ούτε προσδοκά τίποτε πια ο Ασημάκης και το λέει κάθε τόσο και το εννοεί, σηκώνοντας το ποτήρι για μια ακόμη γερή γουλιά, κι ας είναι κιόλας το μάτι θολό από τη συνεχή «κατάνυξη».
- Άιντε, ας είμαστε καλά κι όλα θα γενούν στο τέλος...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr