Γεγονός είναι ότι ο ΕΝΦΙΑ έπρεπε να επιβληθεί, εφ’ όσον, στην αντίθετη περίπτωση, τα 2,65 δισ. που συλλέγει θα προέρχονταν, είτε από επιβολή άλλης φορολογίας, είτε από περικοπή δημοσίων δαπανών (συμπληρώστε με τη φαντασία σας). Όποιος επιθυμεί την κατάργησή του, ας προτείνει, σαφώς και όχι γενικώς, την εναλλακτική λύση για την ισόποση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Γεγονός είναι ότι φόροι στην κατοχή ακίνητης περιουσίας υπάρχουν σε όλη την Ευρωζώνη, πλην Μάλτας. Στην Ελλάδα υπήρχαν οι ΕΕΤΗΔΕ/ΕΕΤΑ και ΦΑΠ. Ο ΕΕΤΗΔΕ/ΕΕΤΑ επιβλήθηκε υπό την πίεση της μείωσης του ελλείμματος, αλλά είχε σοβαρά μειονεκτήματα, όπως ότι για διαχειριστικούς λόγους περιοριζόταν μόνο στα ηλεκτροδοτούμενα κτίρια (τα οικόπεδα δεν είναι ακίνητα;) και ότι υπήρχε πλήρης εξάρτηση από τα στοιχεία που παρείχαν οι δήμοι, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν κάθε άλλο παρά αξιόπιστα (για να το θέσω ευγενικά).
Γεγονός, επίσης, είναι ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ ο ΕΝΦΙΑ είναι από τους υψηλότερους (όμως όχι ο υψηλότερος) φόρους ακινήτων στην Ευρώπη. Η μείωσή του είναι παραμετρικό θέμα και είναι εύκολο να γίνει οποτεδήποτε, όποτε, δηλαδή, αυξηθεί η εισπραξιμότητα των άλλων φόρων και περικοπούν οι σωστές δαπάνες.
Γεγονός είναι ότι ο κύριος ΕΝΦΙΑ είναι σαφώς πιο δίκαιος από τους προκατόχους του, δεδομένου ότι «ανοίγει» τη φορολογική βάση και δεν περιορίζει την ακίνητη περιουσία μόνο σε ηλεκτροδοτούμενα κτίρια με αμφίβολης αξιοπιστίας στοιχεία (που αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα παρείχαν οι δήμοι). Ούτε φορολογεί μέχρι τελικής πτώσης μόνο τις υψηλής αξίας περιουσίες. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μεγάλη περιουσία δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με υψηλά εισοδήματα, ενώ δίκαιη φορολόγηση σημαίνει ότι όλοι πληρώνουν αναλόγως της φοροδοτικής τους ικανότητας και όχι λίγοι τα πληρώνουν όλα, άποψη που δυστυχώς έχει εδραιωθεί στη χώρα μας. Επίσης, όσον αφορά στη δήθεν έλλειψη προοδευτικότητας του ΕΝΦΙΑ, ας σημειωθεί ότι κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ακινήτων στις διάφορες περιοχές, αφού προβλέπει κλιμάκωση της φορολογίας (12 κλιμάκια για τα κτίρια, 25 για τα οικόπεδα) και παίρνει υπόψη μία σειρά αντικειμενικών παραγόντων, όπως η ηλικία ή άλλα χαρακτηριστικά του ακινήτου. Άρα, ο ΕΝΦΙΑ είναι προοδευτικός, ως προς την περιουσία που φορολογεί. Οι ισχυρισμοί περί του αντιθέτου είναι εκ του πονηρού.
Γεγονός είναι ότι ο κύριος ΕΝΦΙΑ (που σύμφωνα με την αρχική σύλληψη ήταν ο μοναδικός ΕΝΦΙΑ), καμία σχέση δεν έχει με τις «αντικειμενικές» αξίες των ακινήτων. Οι τιμές ζώνης χρησιμοποιούνται απλώς για να κατατάξουν τα ακίνητα σε ποια θα πληρώνουν περισσότερο και ποια λιγότερο. Ο υπολογισμός του φόρου γίνεται με το μέγεθος του ακινήτου (και τους υπόλοιπους αντικειμενικούς παράγοντες) και όχι με την αξία του. Αυτό ήταν επιβεβλημένο, αφού στη χώρα μας δεν υπάρχει σύστημα εμπορικών αξιών ακινήτων (εδώ και δεκαετίες πασχίζουμε να φτιάξουμε Εθνικό Κτηματολόγιο – δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε;) και το σύστημα «αντικειμενικών» αξιών είναι ένα κατασκεύασμα που απλώς πρέπει να καταργηθεί.
Γεγονός είναι ότι ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ αποτελεί έκτρωμα και πρέπει άμεσα να καταργηθεί. Δεν υπήρχε στον αρχικό σχεδιασμό του φόρου και ήταν ένα εφεύρημα κάποιων βουλευτών της επαρχίας που ανησυχούσαν για την επανεκλογή τους και, όχι βέβαια, για τη χώρα ή έστω το κόμμα τους. Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ (στην ουσία ο ΦΑΠ με άλλο όνομα), που σε αντίθεση με τον κύριο ΕΝΦΙΑ φορολογεί αξίες, αντιστρατεύεται ευθέως τη λογική του κύριου ΕΝΦΙΑ και είναι άδικος, επιβαρύνοντας υπέρμετρα, τόσο την παραγωγή, όσο και υψηλές περιουσίες, που δεν αντιστοιχούν σε υψηλά εισοδήματα (και, βεβαίως, οι αντίστοιχοι φόροι δεν είναι δυνατό να εισπραχθούν). Επί πλέον, η ύπαρξή του επιβαρύνει τα ακίνητα εντός σχεδίου πόλης, για να αφήνει τα υπόλοιπα να πληρώνουν το συμβολικό ποσό του ενός (!) ευρώ ανά στρέμμα. Απλώς, αίσχος! Λες και το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής είναι αν ένα καλλιεργούμενο κτήμα 30 στρεμμάτων θα πληρώνει €200 αντί €60 τον χρόνο (και μην ξεχνάμε ότι για τον παραγωγό ο ΕΝΦΙΑ εκπίπτει ως δαπάνη, άρα στην πράξη είναι 29% φτηνότερος).
H ΤΑΣΗ ΤΟΥ «ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ»
Από όσα ακούμε, οι προθέσεις των κυβερνώντων είναι ο ΕΝΦΙΑ να αντικατασταθεί από έναν άλλο ΦΑΠ. Αυτό θα είναι πισωγύρισμα και μέγα λάθος! Επισημαίνουμε ότι τα έσοδα του ΕΝΦΙΑ είναι αδύνατο να αναπληρωθούν πάνω από το μισό από ένα φόρο επί της αξίας που δεν θα είναι εξοντωτικός.
Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τις εμπορικές αξίες των ακινήτων και, ακόμα και αν με κάποιο τρόπο αυτές υπολογιστούν, θα έχουν προβλήματα: ποτέ δεν θα είναι ακριβείς (π.χ. δεν είναι δυνατό να αντανακλούν παράγοντες, όπως η ποιότητα κατασκευής) και όποτε αλλάζουν οι εμπορικές τιμές στην αγορά θα πληθαίνουν τα αιτήματα για συνεχείς αναθεωρήσεις, καθιστώντας τον φόρο ασταθή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επίσης, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η συνολική «αντικειμενική» αξία των ακινήτων στη χώρα είναι περί τα €600 δισ., ποσό που λογικά θα μειωθεί, αν εφαρμοστούν οι εμπορικές αξίες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν ενταχθούν στο σύστημα εμπορικών αξιών τα εκτός σχεδίου κτίρια και αγροτεμάχια, για να βεβαιωθούν τα απαραίτητα έσοδα ο φορολογικός συντελεστής θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 5‰-6‰, από το πρώτο ευρώ και χωρίς καμία απαλλαγή! Σε απλά ελληνικά, ένα μέσο αστικό διαμέρισμα 100 τ.μ. και αξίας 100.000 θα πρέπει να πληρώνει τουλάχιστον €500 από €350-€400 που πληρώνει τώρα. Κι αν υπάρχει προοδευτικότητα των συντελεστών (π.χ. αν ο φόρος να ξεκινάει από 1‰-2‰), τότε στις υψηλές περιουσίες ο φόρος θα πρέπει να φτάσει σε εξωπραγματικά-δημευτικά επίπεδα της τάξης του 10% και πάνω! Το αποτέλεσμα; Κοινωνική αναταραχή και ελάχιστη εισπραξιμότητα του φόρου.
Εν κατακλείδι,
αν θέλουμε να προχωρήσουμε σύμφωνα με αυτό που επιτάσσει το συμφέρον της χώρας και η κοινή λογική θα πρέπει
α) ο κύριος ΕΝΦΙΑ να παραμείνει, όπως είχε στον αρχικό σχεδιασμό, με προοπτική μείωσής του στο μέλλον,
β) ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ να καταργηθεί και
γ) ο ΕΝΦΙΑ να αποδοθεί στις δημοτικές αρχές, όπως προέβλεπε η αρχική εισήγηση.
* Ο Νίκος Καραβίτης, είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.