Πολλές φορές ένιωθε πως μέσα στη μονότονη ζωή της, εκείνο το λουλουδάκι, ήταν μια πινελιά χαράς.
Ήταν ο μόνος ζωντανός οργανισμός μετά από κείνη, σ` εκείνον το στενάχωρο χώρο.
Κάποια στιγμή πήρε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. «Δεν πάνε καθόλου καλά τα πράγματα μικρό μου…» ψιθύρισε. «Είμαι στα πρόθυρα υπερκόπωσης. Βουλιάζω και δεν έχω να στηριχθώ πουθενά, τι θα κάνω;
Τώρα πρέπει να φύγω για τη δουλειά, μα δεν έχω δυνάμεις, νομίζω πως πριν βγω απ` την πόρτα θα καταρρεύσω».
Χάιδεψε τα βελούδινα πέταλά του και σηκώθηκε… Όταν έφθασε στην πολυκατοικία χάρηκε που ήταν ησυχία, γιατί θα γλίτωνε απ` τις αγγαρείες της μιας και της άλλης και θα τελείωνε τη δουλειά της γρηγορότερα.
Θα γλίτωνε κι απ` τη μουρμούρα και τις παρατηρήσεις της διαχειρίστριας.
Εκείνη η γυναίκα, ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη, όλο και κάτι θα έβρισκε να πει. Πήγε στην αποθηκούλα, πήρε τα σύνεργα της δουλειάς της και κάλεσε το ασανσέρ.
Ήταν έτοιμη να μπει, όταν άκουσε την αυστηρή φωνή της. «Στάσου εσύ, έχουμε να πούμε δυο κουβέντες».
«Ορίστε, τι θέλετε κυρία Αγγέλα;»
«Ξέρεις τι ώρα είναι;»
«Βεβαίως, είναι τρεις». «Άκου κοπέλα μου, δεν μπορείς να έρχεσαι εδώ όποτε σου κάνει κέφι. Τέτοια ώρα όλοι οι ένοικοι ησυχάζουν. Είναι άνθρωποι που μοχθούν όλη μέρα και δεν μπορούν να έχουν εσένα να περιφέρεσαι στους διαδρόμους με τους κουβάδες μεσημεριάτικα.
«Μα κι εγώ…»
«Δεν ακούω τίποτα, από αύριο πρωινή ώρα… δεν θα περιμένουμε να κλείσουν πρώτα οι καφετέριες…»
Η Μαριάνα κάθισε στα σκαλοπάτια για να συνέλθει. Ένιωθε πολύ ταραγμένη και βαθιά προσβεβλημένη. Έπειτα σκούπισε δυο δάκρυα και συνέχισε τη δουλειά της…
Όταν έφθασε στην άλλη πολυκατοικία ήταν σχεδόν απόγευμα. Εκεί δεν είχε πρόβλημα, ό,τι ώρα και αν πήγαινε. Η διαχειρίστρια ήταν μια μεσόκοπη καλοσυνάτη γυναίκα. Αν τύχαινε να την ακούσει έβγαινε στη σκάλα και την έπαιρνε με το ζόρι μέσα, πότε για να της ψήσει καφέ, πότε για να της δώσει κάτι φαγώσιμο που είχε φτιάξει.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η Μαριάνα ένιωθε άβολα.
Δεν είχε το χρόνο να κουβεντιάζει, ούτε να κάνει επισκέψεις. Έπειτα διέκρινε και κάποια περιέργεια στη συμπεριφορά της.
Σ` αυτή την πολυκατοικία είχε αρχίσει να ψιθυρίζεται, πως η κοπέλα, η καθαρίστρια, ήταν φοιτήτρια. Ένας συμφοιτητής της τη συνάντησε κάποια μέρα στην είσοδο, εκείνος ανέβαινε να δει ένα φίλο και από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε. Το κουτσομπολιό σ` αυτά τα κοινόβια, ανάβει όπως το σπίρτο στο φρύγανο και παίρνει τέτοιες διαστάσεις που δεν δαμάζονται με τίποτα.
Βράδυ σχεδόν τελείωσε τη δουλειά. Εξουθενωμένη έφθασε στο σπίτι της. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο να συνέλθει, τηλεφώνησε στο σπίτι της στην επαρχία να πει στη μάνα της εκείνο το «καλά είμαι μην ανησυχείτε για μένα» και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Ήταν εξεταστική περίοδος και την άλλη μέρα έδινε ένα δύσκολο μάθημα.
Εκείνα τα τελευταία δύο χρόνια το Πανεπιστήμιο της είχε γίνει εφιάλτης και η ζωή της γενικότερα.
Πριν δύο χρόνια είχε πεθάνει ξαφνικά ο πατέρας της από ανακοπή καρδιάς. Η οικογένεια έχασε τα νερά της.
Με τη μικρή σύνταξη δεν έβγαιναν πέρα τα έξοδά τους. Στην αρχή μπρος στο τεράστιο πρόβλημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, σκέφτηκαν να διακόψει το Πανεπιστήμιο μα ο μικρός της αδελφός αντέδρασε.
«Θα δουλέψουμε όλοι, είπε και η Μαριάνα θα συνεχίσει».
Αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν και οι τρεις και πήραν δύναμη, ο ένας απ` τον άλλον. Και η ζωή συνεχίστηκε κι ο αγώνας γινόταν κάθε μέρα δυσκολότερος… «Αλλά ο επιμένων πάντα νικά!!» Λέει ο λαός.
Το κρατικό νοσοκομείο εκείνη την ημέρα ήταν ανάστατο, απ` τα χαράματα. Νοσοκόμες, γιατροί, προσωπικό, όλοι έτρεχαν και δεν έφταναν. Κοντά στα ξημερώματα ένα πούλμαν ξέφυγε απ` το δρόμο και βρέθηκε κάτω από μια γέφυρα.
Ένας σύλλογος γυναικών πραγματοποιούσε μια εκδρομή σ` ένα μοναστήρι και πριν προλάβουν να κάνουν λίγα χιλιόμετρα απ` την πόλη, συνέβηκε το ατύχημα. Νεκρές ευτυχώς δεν είχε, αλλά ήταν όλες χτυπημένες και μερικές σοβαρά. Σοβαρότερα απ` όλες ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα, που την είχαν βάλει στο χειρουργείο απ` την ώρα που τις έφεραν. Και κράτησε αρκετές ώρες η επέμβαση μέχρι να αποκατασταθεί η βλάβη στα πλευρά της.
Αργά το απόγευμα συνήλθε απ` τη νάρκωση και μπόρεσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κάποια στιγμή όμως την έπιασε κάτι σαν υστερία και άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Έτρεξαν οι νοσοκόμες και προσπάθησαν να την ηρεμήσουν, μα εκείνη ζητούσε επίμονα ένα γιατρό.
Όρθια μπροστά στο κρεβάτι της άτυχης γυναίκας, στεκόταν τώρα μια νεαρή γιατρός. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, με πλούσια μαύρα μαλλιά, τραβηγμένα πίσω αυστηρά και δεμένα με ένα κορδελάκι.
Η γυναίκα εξακολουθούσε να φωνάζει και να ζητάει… γιατρό. Σε μια στιγμή στύλωσε τα μάτια πάνω στην κοπέλα… «Εσύ! Τι κάνεις εδώ… δουλεύεις…; Σε παρακαλώ φώναξε ένα γιατρό…»
Η Μαριάνα πήρε την πίεσή της, το σφυγμό της και είπε σε κάποια απ` τις νοσοκόμες να φέρει ένα ηρεμιστικό…
Η κυρία Αγγέλα τα είχε χαμένα, δεν ήξερε αν ήταν ξύπνια ή ονειρευόταν… «Δεν καταλαβαίνω…» ψέλλισε… δεν είναι δυνατόν… Ω! Μαριάνα πόσο ντρέπομαι, σου φέρθηκα τόσο άσχημα…»
«Ησυχάστε κυρία Αγγέλα, δεν πρέπει να κινείστε κι όλα θα πάνε καλά…»
* Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι συγγραφέας