Με την προκλητική πανσέληνο, τα ατελείωτα πανηγύρια, τις ανυπόφορες ζέστες του, τις άπειρες καλλιτεχνικές και άλλες εκδηλώσεις. Εμείς όμως θα συνεχίσουμε. Έως ότου φθείρουμε, έως ότου ροκανίσουμε και τον επελθόντα Σεπτέμβριο. Έως ότου μαυρίσουμε. Με την πρώτη σταγόνα κ.λπ., ας λένε. Δεν θα φύγουμε με το πρώτο ανεμοβρόχι, εγκαταλείποντας στην ερημιά του το ψαροχώρι, όπως κάνουν οι ριψάσπιδες.
Για μας δεν τελείωσαν οι θερινοί μήνες. Ούτε μας αποθάρρυνε η προχτεσινή νεροποντή. Ούτε οι σταγόνες που έπεσαν ίσα-ίσα για να χαλάσει το πανηγύρι. Που όμως συνεχίστηκε ως το πρωί με όλο το χωριό να χορεύει στην πλατεία και το κέφι να εκτοξεύεται στα ύψη. Πρωτοφανίσιο τέτοιο ξεφάντωμα, έχουμε να το λέμε. Παλιότερα που το γλέντι κρατούσε ως τα ξημερώματα, μέχρι που ο ήλιος χτυπούσε κατακούτελα, περνούσαν τα γελάδια ανάμεσα από τους χορευτές, ενώ οι γιαγιές τα σουγλούσαν με ένα ματσούκι, για να τα οδηγήσουν στο Μεριά, όπου τα περίμενε ο τσοπάνος για να τα βοσκήσει με τα υπόλοιπα.
Εμείς θα παραμείνουμε. Άλλωστε κανένας-καμία δεν μας περιμένει στον γυρισμό. Μόνο οι λατρεμένοι φόροι, οι ανυπόμονες πληρωμές μας αναμένουν με ανοιχτές αγκάλες. Ενώ εδώ μπορούμε να κρυφτούμε μέσα σε καμιά βάρκα, σε καμιά βατσινιά, σε τίποτα σαλώματα, βούρλα. Πατλιές. Κάπου θα βρούμε. Έπειτα ούτε καν συμπληρώσαμε τα μπάνια. Τρίμηνο στη θάλασσα και ζήτημα αν κάναμε πέντε-έξι. Κι ούτε μαύρισαν ακόμα τα σφριγηλά κορμιά μας. Όπως άλλοι σε πέντε μέρες. Που πασαλείβονται κρέμες και βρομάει όλη η παραλία. Εμείς έχουμε χρόνο ακόμα. Αφήνουμε το μπάνιο και το μαύρισμα για αύριο.
Στο παζάρι θα γυρίσουμε. Να ψωνίσουμε μερικά ζευγάρια κάλτσες, καναδυό σώβρακα, ένα ζευγάρι πιτζάμες. Και εργαλεία διάφορα, του ενός ευρώ.
Απέναντί μας είναι η Χαλκιδική, μπροστά μας ελλιμενισμένα γιοτ και ανάμεσα το Αιγαίο. Με τα άλλοτε σκοτεινά και άλλοτε φωτεινά κύματα να πάνε και να έρχονται μέρα νύχτα, μέρα νύχτα. Ατελείωτο σύρε-έλα. Να ξεκινούν από μακριά και να σβήνουν στην αμμώδη ακτή. Ατελείωτο αλισβερίσι με τα χαλίκια. Πάνω στα γιοτ ελλιμενισμένες γυναίκες με μαγιό ή παρεό, λιάζονται. Στα ξενοδοχεία κάνουν ηλιοθεραπεία δίπλα στις πισίνες. Δεν προτιμούν τη θάλασσα. Μαυρίζουν δίπλα στην πισίνα.
Καθόμαστε όχι στις ξαπλώστρες, αλλά ψηλότερα, κάτω απ' τη πυκνόφυλλη μουριά, που δεν κάνει μούρα, για να παρακολουθούμε με άνεση τις σοκολατένιες που περνούν με τα μαγιό. Έχουμε καιρό ακόμα για να αλμυρίσουμε. Η θάλασσα μας περιμένει (αλλά όπως φαίνεται, ουκέτι καιρός). Όπου να ΄ναι θα περάσει ο Λάκης. Αυτός δεν αφήνει μέρα να πάει χαμένη. Βάζει στο κεφάλι του, χωμένο μέχρι τα αυτιά, το γερμανικού τύπου, άσπρο λινό καπέλο και χάνεται στη θάλασσα, από τις έντεκα ως τις δύο. Μουλιάζει. Τώρα περνάει από μπροστά μας, λίγο πιο πέρα από μας, αλλά αρνείται να καθίσει. Αν πιει ένα ποτηράκι θα θέλει και δεύτερο. Όχι ότι πίνει συστηματικά. Του αρέσει όπως σε όλους μας. Γεια σας και αντίο, λέει. Μόνο ένα, λέμε. Μένει. Ένα στα όρθια, λέει. Πίνει. Με ένα πόδι ήρθες; λέμε. Πίνει και δεύτερο. Κάθεται στην καρέκλα. Είναι η πρώτη φορά μετά από μήνες που δεν θα κολυμπήσει. Φεύγοντας θα μας βρίσει που ήμασταν η αιτία γι' αυτό.
Μετακινούμαστε στις ξαπλώστρες. Ζαλισμένοι. Πίνουμε για να δροσιστούμε. Βαρύναμε όμως απ' το πιοτί και τους μεζέδες. Δεν θα κολυμπήσουμε πάλι σήμερα. Άλλη μια μέρα που δεν θα αλμυρίσουμε. Ο Σεπτέμβρης με τις μελαγχολικές μουσικές, τα ήσυχα απογεύματα, αλλά και τον ανηλεή πόλεμο, (θέρος - τρύγος- πόλεμος), μόλις ξεκίνησε να κάνει τα πρώτα βήματα επάνω στα αφράτα πεσμένα φύλλα.