Το κτίριο που απεικονίζει βρισκόταν στην νοτιοανατολική γωνία των οδών 23ης Οκτωβρίου (Βόλου) και Λάμπρου Κατσώνη, απέναντι από το ξενοδοχείο «Διονύσια». Η φωτογραφία αποτυπώνει ένα παλαιό οθωμανικό κτίσμα όπως ήταν το 1960, στο οποίο είναι εμφανή τα σημάδια φθοράς που είχε υποστεί με τον καιρό και που είχαν σαν αποτέλεσμα να αλλοιωθεί σημαντικά το εξωτερικό του. Φωτογράφος είναι ο Τάκης Τλούπας, ο οποίος είχε το φωτογραφικό εργαστήρι του εκεί κοντά. Ήταν γνωστό ως αρχοντικό του Αποστολίδη, από τον τελευταίο οικιστή και ιδιοκτήτη του και η ζωή του ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900, όταν κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε πολυώροφη οικοδομή.
Για την ιστορική διαδρομή του κτιρίου αυτού δεν γνωρίζουμε πολλά. Επομένως κάθε αναφορά από όσους γνωρίζουν κάτι περισσότερο, θα βοηθούσε να καταγραφεί και να διαιωνισθεί[1]. Κτίσθηκε κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1870. Ήταν κονάκι κάποιου Τούρκου μπέη, ο οποίος μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και πριν την αποδημία του στην Κωνσταντινούπολη, το πούλησε σε Λαρισαίο κάτοικο. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Βάσο Καλογιάννη, το κτίριο ανήκε στην οικογένεια του ζαχαροπλάστη Ιορδάνη Αποστολίδη[2].
Αρχιτεκτονικά στο διώροφο αυτό οικοδόμημα διακρίνουμε έναν συνδυασμό λαϊκών παραδοσιακών στοιχείων με νεότερα, δανεισμένα από νεοκλασικά πρότυπα. Ο Γεώργιος Γουργιώτης[3] χαρακτήριζε τα κτίσματα αυτά ως λαϊκά νεοκλασικά οικοδομήματα και τα εντόπισε κατ’ αποκλειστικότητα στη Λάρισα. Στο αρχοντικό του Αποστολίδη ως δομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε ο παραδοσιακός τσατμάς, δηλαδή ξυλοδεσιές τις οποίες εμπλούτιζαν με πλιθιά, λάσπη και ασβεστοκονίαμα. Πολλές φορές υπήρχε διαχωρισμός των ορόφων με χοντρά ξύλινα δοκάρια, που εδώ δεν διακρίνονται γιατί υπήρξαν κατά καιρούς νεότερες επεμβάσεις. Η στέγη ήταν τετράκλινη, καλυπτόταν από κεραμίδια και τις γωνιές της τη στόλιζαν στο αρχικό στάδιο όμορφα ακροκέραμα. Η κύρια όψη του σπιτιού βρισκόταν επί της οδού 23ης Οκτωβρίου. Εδώ ο λαϊκός τεχνίτης ψηλά στη στέγη κατασκεύασε διακοσμητικό τριγωνικό αέτωμα με την παρεμβολή γείσου, που του έδινε ύψος και ομορφιά, ενώ το μεσαίο τμήμα της πρόσοψης στον άνω όροφο προεξείχε σημαντικά από το υπόλοιπο και δημιουργούσε το λεγόμενο σαχνισί που στηριζόταν σε τέσσερα στερεά ξύλινα φουρούσια. Κάνει εντύπωση πώς ο τεχνίτης της εποχής συνδύασε με τόση μαστοριά το παραδοσιακό με το νεοκλασικό στοιχείο και δημιούργησε μια πρόσοψη άξια να την προσέξει ο κάθε περαστικός. Ο άνω όροφος από την πλευρά της οδού Λάμπρου Κατσώνη φαίνεται ότι δέχθηκε μετατροπές και δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς ήταν στην αρχική του μορφή. Οι εξώπορτες στο ισόγειο ήταν παραδοσιακές ξυλόπορτες, ενώ τα παράθυρα ήταν ασφαλισμένα με μόνιμα σιδερένια κιγκλιδώματα. Πόρτες και παράθυρα έφεραν στο επάνω μέρος φεγγίτες για φυσικότερο φωτισμό του εσωτερικού χώρου. Μεταπολεμικά ο κάτω όροφος αλλοιώθηκε σημαντικά για να μπορέσει να φιλοξενήσει διάφορα καταστήματα λόγω της κεντρικής θέσεως του κτιρίου. Τα παράθυρα στον όροφο έκλειναν με ξύλινα παραθυρόφυλλα που έφεραν τις χαρακτηριστικές σχισμές στα φύλλα τους. Στο εσωτερικό του το αρχοντικό του Αποστολίδη είχε καλοδουλεμένους ξυλόγλυπτους ρόδακες που στόλιζαν τις οροφές των δωματίων, ενώ ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις επικρατούσαν και σε άλλα σημεία του αρχοντικού (σκάλα, εντοιχισμένες ντουλάπες, διάφορα έπιπλα, κλπ). Το κoνάκι αυτό λόγω της κατασκευής του (τσατμάς) δεν έπαθε σοβαρές καταστροφές από τον σεισμό του Μαρτίου του 1941.
Ο Μιχαήλ Σάπκας γράφει στις αναμνήσεις του για αυτά τα τούρκικα σπίτια: «Όλοι οι Βέηδες ήσαν πλούσιοι, κάτοχοι τσιφλικιών, ως ελέγοντο τα αγροτικά κτήματα της Θεσσαλίας. Όλη η Θεσσαλία ηργάζετο δι’ αυτούς… Εις την Λάρισαν οι Βέηδες μετά των οικογενειών των κατώκουν εις μεγαλοπρεπείς και ευρυχώρους κατοικίας, τα λεγόμενα «Κονάκια»[4].
Τρία με τέσσερα χρόνια πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας και παρ΄ όλο που το μέλλον για τους Τούρκους κατοίκους ήταν ρευστό, εν τούτοις παρατηρήθηκε από μέρους τους μια λογικά ανεξήγητη τάση για οικοδομική ανανέωση. Κατασκευάσθηκαν μερικές δεκάδες όμορφες κατοικίες και δημόσια κτίρια, τα οποία κόσμησαν και ομόρφυναν την παλιά τουρκόπολη. Όμως την ομορφιά αυτή δεν στάθηκαν ικανοί οι πολίτες της Λάρισας να την προφυλάξουν. Και όλοι μας γνωρίζουμε με τι ευκολία κατεδαφίζονταν παλιά οικοδομήματα, ουσιαστικά αφανιζόταν η αρχιτεκτονική ιστορία της Λάρισας, χωρίς καμία αντίσταση. Τελικά τη μορφή της παλιάς Λάρισας διατήρησε, όσο βέβαια μπόρεσε, ο φωτογραφικός φακός και η εικαστική πέννα παλαιών Λαρισαίων ζωγράφων.
-------------------------------------------------------
[1]. Υπάρχουν πολλοί συμπολίτες οι οποίοι γνωρίζουν αρκετά ιστορικά στοιχεία για διάφορες περιοχές και συμβάντα της Λάρισας. Όλα αυτά δεν αρκεί απλώς να διατηρούνται στην μνήμη μας, γιατί όταν κάποτε αργά ή γρήγορα φύγουμε για το μεγάλο ταξίδι, θα χαθούν. Ενώ εάν καταγραφούν, θα μείνουν και είναι σίγουρο ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα τα αξιοποιήσουν.
[2]. Βλέπε: Καλογιάννης Βάσος, Να σωθούν τα τελευταία λίγα παραδοσιακά σπίτια της Λαρίσης, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 28 Αυγούστου 1979.
[3]. Βλέπε: Γουργιώτης Γεώργιος, Ο Λαϊκός Νεοκλασικισμός στη Λάρισα, περ. Αυτό, Λάρισα (Μάρτης 1986) σ. 8-9. Επίσης: Γεώργιος Κ. Γουργιώτης, Μικρά μελετήματα, Αθήνα (2000) σ. 114.
[4]. Βλέπε: Μιχαήλ Σάπκας, Αναμνήσεις από την ανέγερσιν των σχολικών διδακτηρίων, από ανέκδοτο χειρόγραφο.