Γεννημένος στη Νάπολι της Ιταλίας το 1866, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του εγγράφηκε στο Βασιλικό Ωδείο της γενέτειράς του (Conservatorio di Musica San Pietro a Majella) από όπου αποφοίτησε το 1888. Την ίδια χρονιά ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε επί μία σχεδόν δεκαετία ως διευθυντής ορχήστρας σε ελληνικούς και ξένους μελοδραματικούς θιάσους που παρουσίασαν τα έργα τους στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και στο Θέατρο Φαλήρου. Στη συνέχεια μετέβη στη Ρώμη και εγγράφθηκε στην Εθνική Μουσική Σχολή της πόλης (Accademia Nazionale di Santa Cecilia), απ’ όπου έλαβε το πτυχίο αρμονίας και συνθέσεως (1900). Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς τον βρίσκουμε στον Πειραιά όπου εργάστηκε για δύο περίπου χρόνια στο θέατρο του Αναστασίου Τσόχα (αργότερα Πειραϊκό Θέατρο).
Εγκατέλειψε στις 2 Σεπτεμβρίου 1902 τον Πειραιά με προορισμό τη Λάρισα. Η προηγούμενη και τελευταία του ημέρα στον Πειραιά συνοδεύθηκε με διθυραμβικές κριτικές από τον Αθηναϊκό Τύπο, όταν ως διευθυντής ορχήστρας «έντυσε» μουσικά την όπερα του Τζιουζέπε Βέρντι «Ερνάνης» (Ernani) την οποία παρουσίασε στο Θέατρο Τσόχα ο Ιταλικός μελοδραματικός θίασος του Ραφαέλο Λέο [1].
Τον Μάρτιο του 1903 προσλήφθηκε ως διευθυντής της Φιλαρμονικής που είχε ιδρύσει ο Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος Λαρίσης [2] στη θέση του Λουκά Καπελμάιερ [3] ο οποίος είχε παραιτηθεί [4]. «Ωσαύτως καταπληκτική παρατηρείται πρόοδος εις τους μαθητές του Μουσικού τμήματος αφ’ ότου ανέλαβε την διεύθυνσιν αυτού ο άριστος μουσικοδιδάσκαλος Α. Ρουτζέρο» [5]. Ωστόσο η επιλογή αυτή, δημιούργησε ρήξη στη διοίκηση του Συλλόγου, αφού αρκετά από τα μέλη του επιθυμούσαν την πρόσληψη ως διευθυντή, του Γερμανού γηραιού μουσικοδιδάσκαλου Ιάκωβου Μπεμ, ο οποίος εργάζονταν ήδη στον Σύλλογο ως καθηγητής βιολιού.
Πολλές φορές η μοίρα «παίζει» διάφορα παιχνίδια. Η γνωστή ρήση του λαού επιβεβαιώθηκε πλήρως τον Σεπτέμβριο του 1904 όταν ο Ρουτζέρο διορίσθηκε καθηγητής μουσικής και στο Αρσάκειο της Λάρισας στη θέση του Ιάκωβου Μπεμ. Ο διορισμός του εγκρίθηκε από τη Διοικητική Επιτροπή του Αρσακείου της πόλης και επικυρώθηκε από τη διεύθυνση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας [έτος ίδρυσης 1836], με τη σύμφωνη γνώμη του μεγάλου Επτανήσιου μουσουργού και πρωτεργάτη της όπερας στην Ελλάδα Αθανασίου Λαυράγκα (Αργοστόλι 1860-Ραζάτα Κεφαλονιάς, 1941) ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν καθηγητής στο Αρσάκειο των Αθηνών.
Η πρόσληψη του Ρουτζέρο προκάλεσε αναταράξεις στη κοινωνική αλλά και μουσική ζωή της Λάρισας. Ο Ρουτζέρο θεωρείται ότι «ακολουθεί» τον Μπέμ όπου και εάν ο τελευταίος πηγαίνει. Οι εφημερίδες γράφουν για ρήξη στις σχέσεις τους [6]. Ο Μπεμ είναι αγαπητός στους Λαρισαίους αφού παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου και βιολιού στα παιδιά των ευπόρων της πόλης. Από την άλλη η μουσική παιδεία του Ρουτζέρο είναι κλάσεις ανώτερη από αυτήν του Μπεμ. Οι απόψεις της κοινωνίας διχάζονται. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Άστυ» των Αθηνών στη Λάρισα, κατηγορεί τον Ρουτζέρο, ο οποίος αναγκάζεται να αποστείλει επιστολή στις τοπικές εφημερίδες διαψεύδοντας τα γραφόμενα: «45 ημέρες παρήλθαν εφ’ ης διωρίσθην και 6-8 μαθήματα εις εκάστην τάξιν εδίδαξα, γνωρίζουσι αι μαθήτριαι τόσα πράγματα όσα δεν ηδυνήθη να διδάξη εις αυτάς ο κ. Μπεμ, εν διαστήματι δύο ετών και προς τούτο επικαλούμαι την μαρτυρίαν παντός παρευρεθέντος κατά τας εξετάσεις του παρελθόντος Ιουνίου» [7].
Ο Ρουτζέρο πάντως έχει τη στήριξη της διοίκησης του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου της πόλης. Οι εμφανίσεις της Φιλαρμονικής υπό τη διεύθυνσή του συνοδεύονται με τις καλύτερες κριτικές [8]. Το 1906 η διοίκηση του Συλλόγου (πρόεδρος Ευστάθιος Ιατρίδης) ανανεώνει τη συνεργασία του με τον Ρουτζέρο [9]. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ασθένησε σοβαρά με αποτέλεσμα να αναβληθεί ο μεγάλος χριστουγεννιάτικος χορός του Συλλόγου [10].Η παρουσία του Ρουτζέρο, τόσο στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής του ΜΓΣΛ όσο και ως καθηγητή στο Αρσάκειο της Λάρισας συνεχίστηκε με επιτυχία μέχρι τις αρχές του 1909 [11].
Τον Απρίλιο του 1909 ο Ρουτζέρο εγκατέλειψε ξαφνικά την Λάρισα. Του είχε προταθεί να αναλάβει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής της Τρίπολης με απίστευτες αποδοχές για τα δεδομένα της εποχής. Ο Ρουτζέρο αποδέχθηκε την πρόταση και εν μία νυκτί ο αγαπητός στη Λαρισαϊκή κοινωνία αρχιμουσικός έγινε ο πιο μισητός άνθρωπος στην πόλη γεμίζοντας τις εφημερίδες με πικρόχολα σχόλια: «Ο σινιόρ Μαέστρο, δηλ. ο αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής μας κ. Ατίλλιο Ρουτζέρω, λαβών άδειαν όπως μεταβή δήθεν εις Ιταλίαν διά κάποιαν κληρονομία, ανέλαβε την διεύθυνσιν της Φιλαρμονικής Τριπόλεως διότι εμπούχτισεν από τις χιλιαδούλες τας οποίας επί εξαετίαν μας επήρε!..» [12]. «Αδυνατούμεν να χαρακτηρίσωμεν την ποταπήν διαγωγήν του τέως διευθυντού της Φιλαρμονικής μας και καθηγητού της Μουσικής εν τω Αρσακείω Ιταλού Αττίλιο Ροτζέρο, όστις, αφού επί έτη ολόκληρα εψωμίσθη και επάχυνεν εις την πόλιν μας διά των αδρών μισθών ους ελάμβανε, το έστριψε λωποδιτικώς μεταβάς εις Τρίπολιν, όπως αναλάβη την διεύθυνσιν της εκεί Φιλαρμανικής […]. Η τοιαύτη διαγωγή του αθλίου αυτού και αχαρίστου ανθρώπου εξήγειρε την αγανάκτησιν των συμπολιτών μας» [13].
Η Δημοτική Φιλαρμονική της Τρίπολης από τη σύστασή της (1896) μέχρι και σήμερα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Και αυτό οφείλεται στον Αττίλιο Ρουτζέρο ο οποίος «έμεινε» κοντά της επί μία εικοσιπενταετία (1909-1917 και 1920-1935) και την οδήγησε ειδικά στην περίοδο του μεσοπολέμου στο ύψος των Φιλαρμονικών της Κέρκυρας, της Φρουράς Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Ο Ρουτζέρο απεβίωσε το 1935 στην Τρίπολη και κηδεύθηκε με μεγάλες τιμές στο νεκροταφείο της πόλης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σφαίρα (Πειραιεύς), φ. 6175 (31 Αυγούστου 1902).
[2]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ο Μουσικός και Γυμναστικός Σύλλογος Λαρίσης», Ελευθερία (Λάρισα), 4 Νοεμβρίου 2015.
[3]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Λουκάς Καπελμάιερ (1839-1904): Ο πρώτος διευθυντής της Δημοτικής Φιλαρμονικής», Ελευθερία (Λάρισα), 3 Απριλίου 2016.
[4]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 304 (13 Σεπτεμβρίου 1903).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 682 (18 Μαΐου 1903).
[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 367 (4 Δεκεμβρίου 1904)
[7]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 762 (28 Νοεμβρίου 1904).
[8]. Μικρά (Λάρισα), φ. 51/201 (23 Απριλίου 1906).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 84/234 (23 Αυγούστου 1906).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 265 (31 Δεκεμβρίου 1906).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 23/375 (23 Μαΐου 1908), φ. 381 (25 Δεκεμβρίου 1908) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 942 (25 Μαΐου 1908)
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 397 (16 Απριλίου 1909).
[13]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 989 (19 Απριλίου 1909).