-Κορίτσια ο Μπάρκουλης!
Όμως ο Μπάρκουλης δεν μένει πια εδώ, πήρε κι αυτός με τη σειρά του τον δρόμο προς τους ουρανούς. Εκεί όπου τον περιμένουν εδώ και χρόνια η κινηματογραφική σύζυγός του Τζένη Καρέζη, η εκρηκτική Ρένα Βλαχοπούλου, θύμα κι αυτή της κινηματογραφικής του γοητείας, ή ο συνέταιρός του Λάμπρος Κωνσταντάρας, να πάνε να τα σπάσουν μαζί και να τσιλιμπουρδίσουν στου ... «παραδείσου τα μπουζούκια».
Είναι λιγάκι μελαγχολικό να το σκεφτείς, αλλά με εξαίρεση τον αειθαλή Κώστα Βουτσά και μερικούς ακόμη, οι περισσότεροι των κινηματογραφικών ηρώων με τους οποίους μεγαλώσαμε, δεν είναι πια εδώ. Το «καστ» έχει μεταφερθεί στον Παράδεισο. Το παρήγορο είναι ότι μέσα από τις δημοφιλείς ταινίες του παλιού ελληνικού σινεμά, που ακόμα παίζονται και αρέσουν, όλοι αυτοί οι κινηματογραφικοί ήρωες εξακολουθούν να ζουν και να κινούνται ανάμεσά μας, και να αποτελούν για δεκαετίες «τύπους» και πρόσωπα τα νεοελληνικής μυθολογίας. Να μας δείχνουν και να μας θυμίζουν μια Ελλάδα πιο απλή, πιο φτωχή αλλά και πιο αισιόδοξη, την Ελλάδα της γειτονιάς και των ζεστών ανθρώπινων σχέσεων.Εκεί όπου τα καθημερινά ανθρωπάκια, ζουν, κινούνται, περιφέρουν καημούς και πόθους, μαλώνουν ή ερωτεύονται, τραγουδούν ή χορεύουν με εκείνες τις απίστευτες χορογραφίες των μιούζικαλ του Δαλιανίδη.
Στέκομαι όμως ειδικά στον Μπάρκουλη, ο οποίος είχε δημιουργήσει τον δικό του κινηματογραφικό και κοινωνικό τύπο. Δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος ηθοποιός ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Δεν είχε τη στόφα ενός Κατράκη, ενός Ορέστη Μακρή, ενός Αυλωνίτη. Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να γίνει πρωταγωνιστής, «ζεν πρεμιέ», λαϊκό είδωλο, περισσότερο και από τους προαναφερθέντες. Η ποιότητα άλλωστε ποτέ δεν συμβάδιζε με τη δημοφιλία. Τι «πουλούσε» λοιπόν ο Μπάρκουλης; Και γιατί έγινε τόσο αγαπητή φιγούρα στο κοινό που τις δεκαετίες της δόξας του κατέκλυζε τα συνοικιακά θερινά σινεμά για να τον δει;
Ας σκεφτούμε τι ήταν στις ταινίες του ο Μπάρκουλης. Κατ’ αρχάς, ο ωραίος της υπόθεσης. Όχι απαραίτητα ο πολύ όμορφος, με τα θηλυκά χαρακτηριστικά ενός Αλαίν Ντελόν, αλλά ο γόης, ο ερωτεύσιμος, ο ερωτικός και αισθαντικός άντρας. Οι εποχές ήταν δύσκολες, πραγματικά δύσκολες για την τότε ελληνική κοινωνία. Στα αγροτικά σπίτια, στα σπίτια των εργατών, των μικροαστών, των δημοσίων υπαλλήλων οι έρωτες των κοριτσιών ήταν μια απαγορευμένη υπόθεση. Οι κοπέλες, όλες αυτές οι στρατιές από θηλυκά που δούλευαν στα μοδιστράδικα, στα κομμωτήρια, στις βιοτεχνίες ενδυμάτων, στα γραφεία ως κατώτερο προσωπικό, έπρεπε να «σπρωχτούν» στην «παντρειά» για να ξαλαφρώσουν τις οικονομικά στενεμένες πολυμελείς ελληνικές οικογένειες. Η συνήθης διαδικασία ήταν τα άτυπα ή και επίσημα «προξενιά». Έτσι, χωρίς πολλά – πολλά, τα γλυκά κοριτσίστικα όνειρα μαραίνονταν, τελείωναν πρόωρα. Έσβηναν στις σελίδες κάποιων περιοδικών της εποχής που δημοσίευαν αισθηματικά φωτορομάντζα με μεγάλους έρωτες. Βασική επίσης διέξοδος η ελληνική βιομηχανία του σινεμά. Εκεί, όπου μπορούσες να ονειρευτείς ως κοριτσόπουλο ότι μπορεί κάτι να αλλάξει και για σένα, ότι μπορείς να γίνεις μια μοιραία Ζωή Λάσκαρη και όχι η ... Μάρθα Καραγιάννη της γειτονιάς. Προϊόν αυτής της βιομηχανίας ο Ανδρέας Μπάρκουλης ερχόταν για να προσωποποιήσει τον ... άντρα που θα ήθελαν να έχουν πλάι τους τα καταπιεσμένα και αδικημένα θηλυκά της εποχής. Ο κιμπάρης, ο κυριλέ, ο οικονομικά άνετος. Ο Μπάρκουλης περιφερόταν επί σκηνής φορώντας πάντα ωραία κοστούμια και αστραφτερά πουκάμισα, φρεσκοκουρεμένος, καλοξυρισμένος, καθαρός. Η τέλεια αντίθεση δηλαδή με τα νταβραντισμένα αρσενικά της εποχής, που ακολουθούσαν το κλασικό δρομολόγιο σπίτι – δουλειά – ταβέρνα- συνήθως αξύριστοι και άπλυτοι, «ελεεινοί και τρισάθλιοι» κατά το γνωστό κλισέ.
Ο Μπάρκουλης σηματοδοτούσε στο πανί τη χαρά της ζωής. Την ονειρεμένη ντόλτσε βίτα. Στις περισσότερες ταινίες κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι δουλειά κάνει. Είναι απλά πλούσιος, ή γόνος πλούσιας οικογένειας. Είναι γενικώς... επιχειρηματίας,-«τοκιστής και σουλατσαδόρος» κατά το κοινώς λεγόμενο- καμιά φορά βιομήχανος ή εφοπλιστής. Κινείται πάντα ανάμεσα σε γιοτ, ακριβά ξενοδοχεία και δεξιώσεις, οδηγεί αγωνιστικά αυτοκίνητα, και πάντα τον ερωτεύεται η ωραία του παραμυθιού. Με δυο λόγια ο κινηματογραφικός Μπάρκουλης μας έδωσε μια ελληνική εκδοχή του περίφημου «αμερικάνικου ονείρου» που λάνσαρε τότε το Χόλιγουντ. Και το γεγονός ότι την ίδια εποχή οι μεγάλοι Έλληνες σεναριογράφοι της εποχής είχαν θέσει επί σκηνής κάμποσους τύπους «βλάχων» και «χωριατόπαιδων» που ερμήνευσε εμβληματικά ο Κώστας Χατζηχρήστος, ερχόταν για να υπογραμμίσει αντιθετικά, ακόμη περισσότερο το πρεστίζ του «μπαρκουλικού» τύπου.
Αγαπήθηκε ο κινηματογραφικός Μπάρκουλης, ακριβώς γι’ αυτό. Γιατί έδειξε ένα lifestyle που ξέραμε ότι δεν θα ζήσουμε ποτέ, αλλά που αγαπούσαμε να ονειρευόμαστε. Και χωρίς όνειρα και προσμονές δεν βγαίνει η ζωή, θα ήταν πολύ άχαρη να την βλέπεις πάντα μέσα από το πρίσμα του ρεαλισμού και της καθημερινότητας.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης, ως κινηματογραφικός τύπος, θα συμβολίζει πάντα για μας το δικό μας «γλυκό πουλί της νιότης», της δροσιάς, της ξενοιασιάς. Θα είναι το σύμβολο μιας ζωής με λυμένα τα προβλήματα, ανέμελης, σκαμπρόζικης και συνάμα διασκεδαστικής.
Στα γεροντάματά του, η εικόνα αυτή πήγε να θολώσει. Ξέραμε όλοι πως αυτός ο άλλοτε σφριγηλός άντρας και λαμπερός άνθρωπος της οθόνης ήταν αδέκαρος, αδύναμος, ασθενής, σχεδόν σαλεμένος. Έβγαινε πού και πού στο γυαλί και διεκτραγωδούσε τη μοίρα του, μήπως και τον λυπηθεί κανείς, αλλά ποιος; Μάλλον δυσφορία προκαλούσε κιόλας για το γεγονός ότι μας χαλούσε την εικόνα της νιότης και της αθωότητας που είχαμε κρατήσει μέσα μας γι’ αυτόν και μας επανέφερε στην πραγματικότητα που λέει ότι κάθε ακμή έχει και την παρακμή της.
Κορίτσια, ο Μπάρκουλης έφυγε... Όλοι και όλα όσα αγαπήσαμε φεύγουν μια μέρα... Μα ευτυχώς γίνονται αναμνήσεις. Ζουν, φωλιάζουν μέσα μας και μας γεμίζουν τις στιγμές της αναπόλησης με ομορφιά και τρυφερότητα...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr