Έφτιαξε ένα δυνατό καφέ, άναψε τσιγάρο και αφέθηκε στις σκέψεις του.
Όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, κονταροχτυπιόταν με τη συνείδησή του.
Εκείνη η μέρα που ξημέρωσε θα ήταν απ’ τις δυσκολότερες της ζωής του. Από τότε που κατάλαβε τον κόσμο, πρώτη φορά βρισκόταν μπροστά σε τέτοιο αδιέξοδο.
Έπιασε το κεφάλι του, τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά του για να πονέσει, μήπως και γλιτώσει την τρέλα. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε στη βεράντα, η πρωινή δροσιά τον συνέφερε κάπως.
Απ’ τη μπαλκονόπορτα που ήταν μισάνοιχτη κοίταξε μέσα στο δωμάτιο του γιου του.
Το πρόσωπό του ήρεμο και γλυκό παραδομένο στον πρωινό ύπνο.
Έμεινε να τον κοιτάζει ώρα πολύ, είχε το δικαίωμα να του το κάνει αυτό! Είχε το δικαίωμα να του στερήσει αυτή την άνετη ζωή, που απολάμβανε ως τώρα! Με έναν κουτσουρεμένο μισθό του δημοσίου, που έπαιρνε η γυναίκα του, πώς θα τα έβγαζαν πέρα;
Πώς θα πλήρωναν ενοίκιο, λογαριασμούς, σπουδές και πώς θα συντηρούνταν...;
Ο Νίκος είχε σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά από κόπους και τρεξίματα και επαφές με γνωστούς και φίλους, έπιασε δουλειά σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο της περιοχής. Έπειτα από κάποια χρόνια σκληρής δουλειάς και ευσυνείδητης, ήρθε η αναγνώριση. Ανέλαβε καθήκοντα διευθυντού κάποιου τμήματος.
Αγαπούσε το προσωπικό που διηύθυνε και τον αγαπούσε κι εκείνο.
Με τον καθένα είχε μια ξεχωριστή προσωπική σχέση, ήξερε από πρώτο χέρι τα προβλήματά του, τις δυσκολίες του, τα όνειρα.
Βοηθούσε όσο μπορούσε με τις συμβουλές του κι αν μπορούσε να δώσει και καμιά αύξηση το έκανε ευχαρίστως.
Όμως τελευταία, είχαν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, λόγω οικονομικής κρίσης.
Ήταν υποχρεωμένος να κάνει μειώσεις στο μισθό τους κι αυτό τον στεναχωρούσε πολύ.
Και σαν να μην έφθανε αυτό, πριν λίγες μέρες, πήρε και μια ρητή εντολή απ’ το γενικό διευθυντή του εργοστασίου, να απολύσει τρεις τουλάχιστον εργαζόμενους.
Σ’ όλα τα τμήματα είχαν γίνει μειώσεις προσωπικού, τώρα έπρεπε να κάνει κι αυτός το βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν διαταγή και δεν σήκωνε συζήτηση.
Αλλά πώς θα γινόταν αυτό! Πώς να επιλέξει αυτούς που θα τους έπαιρνε τη ... μπουκιά απ’ το στόμα!
Ποιοι θα ήταν αυτοί οι τρεις, που θα τους καλούσε στο γραφείο του και θα τους έλεγε, «απολύεστε».
Ένα βουνό ασήκωτο κάθισε στο στήθος του και δεν τον άφηνε ν’ αναπνεύσει, απ’ την ημέρα που πήρε άνωθεν την εντολή...
Η Αλίκη κάποια στιγμή ξύπνησε κι αφού δεν είδε δίπλα τον άντρα της, ανησύχησε και βγήκε στη βεράντα.
«Νίκο εδώ είσαι; Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;»
«Δεν είχα ύπνο και σηκώθηκα...» της είπε κάπως απότομα. «Έχεις τίποτα αγάπη μου; Σε απασχολεί κάτι; Τα μάτια σου έχουν μαύρους κύκλους. Έχεις κουραστεί βρε Νίκο μου, θέλεις να πάμε μια εκδρομούλα αύριο, να ξεδώσουμε λιγάκι;»
«Τι είναι αύριο;»
«Δεκαπενταύγουστος βρε άντρα μου, το ξέχασες; Κάθε χρόνο αυτή την ημέρα πηγαίναμε στην Παναγία της Τήνου, ε, φέτος αφού δεν μας βόλεψε λόγω κρίσης, ας πάμε κάπου κοντά.
Το έχει ανάγκη και το παιδί, έλιωσε στο διάβασμα για τις πανελλήνιες...»
«Αλίκη κάθισε, έχουμε να συζητήσουμε κάτι πολύ σοβαρό...»
Η Αλίκη τον κοίταξε ανήσυχη. Ένιωσε ένα σφίξιμο, ένα φόβο μέσα της.
«Πριν λίγες μέρες» άρχισε ο Νίκος χωρίς καθυστέρηση, κατάλαβε την αγωνία που είχε η γυναίκα του, «πήρα μια εντολή από πάνω, να απολύσω τρεις εργαζόμενους απ’ το τμήμα μου.
Κοντεύω να τρελαθώ, πίστεψέ με γυναίκα, ποιοι θα είναι αυτοί οι άνθρωποι, που τους ξέρω έναν - έναν και ξέρω τις ανάγκες τους και τα προβλήματά τους!
Κι αυτό πρέπει να γίνει σήμερα τελευταία προθεσμία που μου έδωσε ο γενικός».
Έπεσε βαριά σιωπή. Ο ήλιος λαμπερός έκανε την εμφάνισή του και φώτισε την ολάνθιστη βεράντα. Ο Νίκος έσβησε το τσιγάρο και βύθισε πάλι το βλέμμα του στο άπειρο.
Έπειτα σηκώθηκε, πήγε κοντά στην Αλίκη, της έπιασε τα χέρια και...
«Αλίκη πρέπει ν’ ακούσεις με ψυχραιμία αυτό που θα σου πω! Πήρα μια μεγάλη απόφαση... Θα παραιτηθώ απ’ τη δουλειά... Θα πάω να δουλέψω αλλού... εργάτης, θα κάνω οτιδήποτε δεν με πειράζει. Αυτό που μου βάζουν να κάνω είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου... δεν μπορώ να το κάνω, θα τρελαθώ!»
Έγινε πάλι σιωπή. Ύστερα μίλησε η Αλίκη, η φωνή της είχε ένα ελαφρό τρέμουλο.
«Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό Νίκο μου, σε καταλαβαίνω και θα σε στηρίξω στην απόφασή σου, κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα. Τι να κάνουμε αγάπη μου, θα τα καταφέρουμε, η Μεγαλόχαρη δεν θα μας αφήσει να χαθούμε...»
Ο Νίκος στο γραφείο ετοίμαζε την παραίτησή του. Χτύπησε το τηλέφωνο, μια - δυο - τρεις, τι ήθελαν! Δεν είχε καμιά όρεξη να μιλήσει σε κανέναν.
Το σήκωσε βαριεστημένα.
«Εμπρός;»
Στην άλλη άκρη ήταν ο ιδιαίτερος του γενικού.
«Κύριε Νίκο, μιλήστε με τον κύριο γενικό, σας θέλει.»
«Καλημέρα, τα σέβη μου κύριε γενικέ... Σε τι οφείλω την τιμή...; Ξέρετε θα σας έπαιρνα κι εγώ, πήρα την απόφαση να...»
«Άκουσε Νίκο...» τον διέκοψε εκείνος. «Προς το παρόν δεν θα γίνουν οι απολύσεις που σχεδιάζαμε. Πήραμε μια μεγάλη παραγγελία απ’ το εξωτερικό, μια δουλειά που την περιμέναμε χρόνια. Γίνονται και θαύματα αγαπητέ μου...
Γνωρίζω πολύ καλά τον χαρακτήρα σου και πόσο δύσκολο ήταν για σένα, να κάνεις αυτό που σου είπα... Σε κλείνω τώρα, χτυπάει το άλλο τηλέφωνο, καλημέρα...».
Ο Νίκος έμεινε για λίγο να κοιτάζει το ακουστικό. Ύστερα σαν να ξυπνούσε από ένα χαρούμενο όνειρο, πήρε στα χέρια την παραίτησή του και την έκανε χίλια κομμάτια… Έκανε τον σταυρό του…
Έπειτα σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε και ανέπνευσε βαθιά…
* Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι λογοτέχνις- συγγραφέας