Άλλοι ήταν και παραμένουν υπέρμαχοι της διδασκαλίας τους από το πρωτότυπο, όπερ σημαίνει ότι χρειάζεται και η βοήθεια των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού. Άλλοι τα θέλουν να διδάσκονται μόνο από μετάφραση, λόγω του ότι η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι, πλέον, η Δημοτική, οπότε η Αρχαία είναι γι’ αυτούς νεκρή γλώσσα. Άλλοι , πάλι, έχουν τις δικαιολογημένες ενστάσεις τους, γιατί στην πράξη και σε πολλές περιπτώσεις η διδασκαλία απ’ το πρωτότυπο είχε καταντήσει στο παρελθόν αποστήθιση κανόνων Γραμματικής και Συντακτικού, που αδικεί το περιεχόμενο των κειμένων.
Η επίσημη Πολιτεία, ωστόσο, ύστερα από αρκετές περιπέτειες βρήκε με τον καιρό τη χρυσή τομή και κατέληξε σιγά-σιγά στο να διδάσκονται στα σχολεία μας τα Αρχαία Ελληνικά και απ’ το πρωτότυπο και από μετάφραση. Εκείνο, που συνεχίζει ν’ αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης, είναι η δοσολογία, αναφορικά με το πόσες ώρες και σε ποιες τάξεις πρέπει αυτά να διδάσκονται απ ‘ το πρωτότυπο, και η οποία τροφοδοτείται απ’ την ιδεοληψία ορισμένων, που έχουν ταυτίσει τον προοδευτισμό τους με τη συρρίκνωση της διδασκαλίας απ’ το πρωτότυπο.
Σ’ αυτούς, λοιπόν, και σ’ όσους επιθυμούν τον εξοβελισμό τους από το σχολείο με τη δικαιολογία, ότι η Αρχαία Ελληνική είναι μια νεκρή γλώσσα, ως Φιλόλογος και Χριστιανός Ορθόδοξος συνάμα, θα επιχειρήσω με συντομία ν’ αποδείξω, γιατί έχουν άδικο.
Πρώτα-πρώτα, η γλώσσα μας, όπως όλες οι γλώσσες του κόσμου, είναι φορέας πολιτισμού και παράλληλα ένας ζωντανός οργανισμός, που με το πέρασμα των αιώνων και τις επιρροές, που δέχτηκε κατά καιρούς , λειτούργησε ως χωνευτήρι και μετεξελίχθηκε, σιγά-σιγά, από Αρχαία σε κοινή Ελληνιστικών χρόνων και κατόπιν σε Δημοτική γλώσσα. Η Αρχαία Ελληνική, δηλαδή, αποτελεί τη μήτρα της Δημοτικής και ως εκ τούτου, για να κατανοήσουμε πολλά κατάλοιπα της Αρχαίας σ’ αυτή και να κατακτήσουμε όσον το δυνατόν περισσότερα μυστικά της και το εύρος των εννοιών, που κουβαλά, είναι απαραίτητη, κατ’ εμέ, η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών απ’ το πρωτότυπο, χωρίς όμως αυτή να καταλήγει σε στείρα εκμάθηση κανόνων Γραμματικής και Συντακτικού, γιατί, όντως, αδικείται, έτσι, το πιο σημαντικό, το περιεχόμενο των κειμένων.
Σίγουρα, πάντως, και η λελογισμένη διδασκαλία αυτών των κανόνων, που αποτελούν δομικό εργαλείο της, κρίνεται απαραίτητη, γιατί χωρίς αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολο ως ακατόρθωτο ν’ αποκωδικοποιήσουμε την τεχνική της και να κατανοήσουμε το περιεχόμενό της, πολύ δε περισσότερο να δομήσουμε αρχαιοελληνικό λόγο. Αυτό το τελευταίο είναι, βέβαια, δουλειά του Φιλολόγου κι όχι του μαθητή, αλλά η μύηση και του μαθητή στην τεχνική της, τον βοηθά να δομεί ευκολότερα τις σκέψεις του, μ’ όποια μορφή γλώσσας κι αν χρησιμοποιεί. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, κάθε άλλο παρά απώλεια χρόνου αποτελεί η διδασκαλία των Αρχαίων απ ΄ το πρωτότυπο.
Πέραν τούτων τα Αρχαία Ελληνικά, ειδικά για τους χριστιανούς, κάθε άλλο παρά νεκρή γλώσσα είναι. Κι αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των άλλων ιερών κειμένων της Εκκλησίας είναι αυτή των Ελληνιστικών χρόνων, της οποίας οι γραμματικοί και συντακτικοί τύποι, καθώς και το λεξιλόγιό της έχουν πολύ μεγαλύτερη ομοιότητα με την Αρχαία απ’ ό,τι με τη Δημοτική. Και επειδή η Εκκλησία επιμένει, και καλά κάνει για μένα, ν’ αρνείται τη χρήση της μετάφρασης στις προσευχές και ακολουθίες της, ο αρχαιοελληνικός λόγος, έστω και ξεθωριασμένος ,και ζωντανός είναι και ακούγεται καθημερινά και προπάντων τις Κυριακές και γιορτές στις προσευχές, στους ύμνους και στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών βοηθά τους χριστιανούς, που συνεχίζουν στη χώρα μας ν’ αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, ν’ αντιλαμβάνονται και να κατανοούν καλύτερα τις προσευχές και τους ύμνους της Εκκλησίας.
Όσον αφορά αυτούς, που επιθυμούν να ακούγονται στους ιερούς ναούς το Ευαγγέλιο και οι ύμνοι της Εκκλησίας από μετάφραση, προκειμένου να κατανοούν καλύτερα το περιεχόμενό τους, υπενθυμίζω ότι κυκλοφορούν βοηθητικά βιβλία, που περιέχουν και το πρωτότυπο κείμενο και τη μετάφραση. Αν, όμως, δεν εκκλησιάζονται τακτικά και δεν ακούν το θείο κήρυγμα παρά μόνο στη χάση και στη φέξη, το πρόβλημα παραμένει.
Ύστερα απ’ όλα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί πρέπει και πώς να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά στα σχολεία μας.