Ευτυχώς το δηλητήριο που είχε χυθεί στις καρδιές μας θάφτηκε οριστικά το 1989-90, όταν και τα τρία κόμματα, Συνασπισμός, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ συμμετείχαν στην οικουμενική κυβέρνηση. Τα τελευταία όμως χρόνια κάποιοι «τζόβενοι» ακραίοι πολιτικοί προσπαθούν να σπείρουν πάλι το μίσος στις ψυχές ιδιαίτερα των νέων, που είναι ενταγμένοι σε κόμματα. Βλέπετε όσοι βίωσαν στο πετσί τους τη φρίκη του εμφυλίου και μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα εμφύλια πάθη και να φιλιώσουν φεύγουν ένας-ένας από τη ζωή. Κι έρχονται νέοι κι άκαπνοι πολιτικάντηδες, που κηρύσσουν ξανά το μίσος προς τον διαφοροποιημένο πολιτικά γείτονά μας. Έφριξα κυριολεκτικά ακούγοντας τις προάλλες υφυπουργό να κραυγάζει. «Θα τους θάψουμε τρία μέτρα στη γη…… για να τρομάξουν όλοι οι αστοί». Θαρρεί ο δόλιος πως οι άλλοι θα τρομάξουν και θα κάθονται με σταυρωμένα χέρια, για να τον βλέπουν να τους θάβει. Να του θυμίσω του ‘λεβέντη’ πως την ίδια ακριβώς φράση εκστόμισε και ο Λαρισαίος Β. Μπαρζιώτας τον Δεκέμβριο του 1944, όταν το όργανό του, η ΟΠΛΑ, η εκτελεστική ομάδα του ΚΚΕ, εκτέλεσε τη σπουδαία ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη και τον πρύτανη του Πολυτεχνείου. Εκείνη βέβαια τη στιγμή το ΚΚΕ είχε το πάνω χέρι στα Δεκεμβριανά. Μόνο που λίγες μέρες αργότερα η κατάσταση ανατράπηκε. Κι ήρθαν οι εξτρεμιστές της άλλης πλευράς, ο Σούρλας π.χ. στα καμποχώρια κι ο Ταμπούρης στον Κάτω Όλυμπο, που ρήμαξαν τον κόσμο. Και σαν ξέσπασε ο τρίχρονος εμφύλιος (1946-49), τότε άνθησαν όλα τα εγκληματικά «μπουμπούκια», αριστερά και δεξιά. Και χάθηκε κόσμος πολύς. Και το πολιτικό μίσος ρίζωσε στις ψυχές.
Αλλά επειδή ίσως αυτά τα «θεωρητικά» μπορεί κάποιοι ανεγκέφαλοι ‘νταήδες’ να μην τα καταλαβαίνουν, και μια και είναι Ιούλιος μήνας, είπα ν’ αναφέρω ένα τραγικό επεισόδιο, χαρακτηριστικό του εμφυλίου, που συνέβη στην Κρανιά Ολύμπου τον Ιούλιο του 1947, μήπως και συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει εμφυλιοπολεμικό πολιτικό μίσος.
Ήταν 9 Ιουλίου 1947. Μια ομάδα ανταρτών ξεκίνησε σούρουπο από τη θέση Κλαρή, δυο ώρες πάνω από την Κρανιά, για να πάει να χτυπήσει τη Ραψάνη. Η νύχτα τους βρήκε στην αρχή του οροπεδίου της Δέσης, όπου και τέλειωνε το δάσος της οξιάς. Σταμάτησαν στην άκρη του δάσους, για να ξεκουραστούν και να φάνε κάτι. Οδηγοί ήταν δυο Κρανιώτες, που γνώριζαν καλά τον τόπο, ο Μιχάλης Κυρατζούλης του Ζιώγα και ο Μήτσιος Πανταζής, συνομήλικοι και φίλοι. Πενήντα μέτρα πιο πέρα, στο ξέφωτο, ήταν μια βρύση, η Κόκκινη. Η νύχτα ήταν ασέληνη. Οι δυο Κρανιώτες πήγαν να πιουν νερό και να γεμίσουν τα παγούρια. Ταυτόχρονα από την αντίθετη κατεύθυνση μια διμοιρία στρατιωτών τραβούσε για τη βρύση. Έρχονταν από την Καλλιπεύκη, όπου έδρευε λόχος. Από αυτόμολο αντάρτη είχαν πληροφορηθεί το σχέδιο των ανταρτών κι έσπευσαν να τους κόψουν τον δρόμο για τη Ραψάνη. Η Κόκκινη βρύση, που είναι σ’ ένα υψωματάκι και ελέγχει όλο το οροπέδιο της Δέσης, είχε επιλεγεί για στάθμευση. Οι στρατιώτες έφθασαν τη στιγμή που οι δυο αντάρτες ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Οδηγοί των στρατιωτών ήταν ως ντόπιοι οι Κρανιώτες Πουρλιώτης Βασίλης, μπροστά, και Αδάμος Βασίλης πίσω. Ένας τοίχος χώριζε τα σπίτια τους. Μες το σκοτάδι οι δυο αντάρτες δεν είχαν πάρει είδηση πως πλησίαζε στρατός. Το κατάλαβαν, όταν οι δυο στρατιώτες έφτασαν στο επίπεδο της βρύσης, ένα-δυο μέτρα μακριά της. Στρατιώτες και αντάρτες αιφνιδιασμένοι πάτησαν τη σκανδάλη των όπλων τους. Όλοι έπεσαν καταγής και πυροβολούσαν μες το σκοτάδι. Λίγο κράτησε η μάχη. Οι αντάρτες που ήταν στο δάσος δεν τόλμησαν να λάβουν μέρος στο τουφεκίδι. Επέστρεψαν στην Κλαρή. Οι στρατιώτες παρέμεναν ακίνητοι μέχρι το πρωί.
Σαν έφεξε, οι στρατιώτες είδαν τρία παλικάρια σκοτωμένα να κείτονται στις δυο πλευρές της βρύσης. Ήταν οι αντάρτες Κυρατζούλης Μιχάλης του Ζιώγα, Πανταζής Μήτσος και ο στρατιώτης Πουρλιώτης Βασίλης. Ο Αδάμος είχε γλιτώσει. Τρία Κρανιωτόπουλα, φίλοι, που ένα χρόνο πριν έπιναν μαζί τσίπουρο στο καφενείο της Κρανιάς. Εκείνη τη μέρα, 10 Ιουλίου 1947, τρεις μάνες Κρανιώτισσες κι ένα ολόκληρο χωριό θρηνούσαν τα παλικάρια που αλληλοσκοτώθηκαν χωρίς να ξέρουν γιατί. Ποιον να κατηγορήσει η κάθε μάνα που ο γιος της σκότωσε τον γιο της γειτόνισσας και σκοτώθηκε από κείνον; Η τραγωδία της μάνας στον εμφύλιο. Και χάθηκαν εκείνα τα μαύρα χρόνια συνολικά απ’ την Κρανιά, το μικρό χωριό των 800 κατοίκων, 28 παλικάρια και δυο κοπέλες.
Θα περίμενε κανείς το μίσος για τους ‘άλλους’, τους απέναντι πολιτικά, να έχει ριζώσει και θεριέψει στις ψυχές των πονεμένων ανθρώπων, όπως το επιδίωκαν πολλοί ηγέτες των δυο παρατάξεων. Κι όμως οι χαροκαμένοι απλοί άνθρωποι κι απ’ τις δυο πλευρές μπόρεσαν να κρύψουν τον πόνο τους και να βρουν τρόπο να ρίξουν πέτρα στο αδερφοφάγωμα, να ξαναγίνουν άνθρωποι, να ξανασμίξουν ως συγχωριανοί, να ξαναχτίσουν τον κόσμο τους, χωρίς να πάψουν να έχουν τις πολιτικές και κοινωνικές απόψεις τους. Κι έρχονται σήμερα ύστερα από 70 χρόνια κάτι μισάνθρωποι και κηρύσσουν το πολιτικό και ταξικό μίσος εναντίον του διαφοροποιημένου πολιτικά γείτονά μας. Ελπίζω να μην τους ακούει κανείς.