Στις 12 Μαΐου 1886 μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Θεραπευτήριο που λειτουργούσε στο Ζάρκο όπου επί έξι ημέρες οι γιατροί και το προσωπικό προσπάθησαν να τον σώσουν αλλά δεν τα κατάφεραν [4]. Διαισθανόμενος τον επικείμενο θάνατό του «διέταξε» να περιτυλίξουν το άψυχο σώμα του με την σημαία της επανάστασης του 1878 και στη συνέχεια να την παραδώσουν στον τότε δήμαρχο Βόλου Γεώργιο Καρτάλη. Ως τελευταία του επιθυμία ήταν να τον ενταφιάσουν στη Λάρισα, όπου ζούσε η άτυχη μητέρα του [5]. Απεβίωσε τα ξημερώματα της 18ης Μαΐου και αμέσως μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε την επομένη (19 Μαΐου) από τον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου από τον τότε μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Πετρίδη (1875-1896). Στην κηδεία του παραβρέθηκαν οι πολιτικές, στρατιωτικές και δικαστικές αρχές καθώς και σύσσωμος ο πληθυσμός της πόλης. Του αποδόθηκαν τιμές συνταγματάρχη εν ενεργεία. Κατατέθηκαν έξι στεφάνια: του Γ΄ Αρχηγείου Στρατού, του 5ου Ευζωνικού Τάγματος, των Αξιωματικών, της Σχολής Υπαξιωματικών, του Δήμου Λαρίσης και του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Τους επικήδειους αλλά και επιτάφιους λόγους στο χριστιανικό νεκροταφείο του Παράσχου μαχαλά [6], εκφώνησαν ο ταγματάρχης Γιάνναρος και οι δικηγόροι της Λάρισας Ανάργυρος Ζαβιτσάνος και Κωνσταντίνος Πολύχρονος [7].
Το 1887 ο Δήμος της Λάρισας ονοματοθέτησε την τότε πλατεία Ταχυδρομείου σε πλατεία Ταγματάρχου Λώρη, ονομασία όμως η οποία δεν επικράτησε αφού στις αρχές του 1900 μετονομάσθηκε σε πλατεία Ρήγα Φεραίου [8]. Αντιθέτως, οι δρόμοι στον Βόλο, στην Αγιά και στην Αθήνα, στους οποίους δόθηκε το όνομα του Λώρη, εξακολουθούν να υφίστανται 130 χρόνια από τον θάνατό του.
Το 1892 με προσωπικές δαπάνες του τότε ανακριτή της Λάρισας (και αργότερα δικαστή) Δημητρίου Σκούφου αναγέρθηκε «κομψόν μνημείον εκ βράχων κομισθέντων εξ Αγυιάς φέρον επί της κορυφής κομψόν ευμεγέθη μαρμάρινον σταυρόν με στέφανον εκ δάφνης, μετενεχθέντα παρ’ αυτού εξ’ Αθηνών» [9]. Σε μικρό διάστημα όμως «χείρες ιερόσυλοι δια λίθων ογκωδών κατέθραυσαν τον σταυρόν, και ουδείς έκρινε άξιον λόγου το πράγμα» [10].
Μετά την καταστροφή του μνημείου, οι υπαξιωματικοί του 5ου Συντάγματος Πεζικού, διοργάνωσαν στη Λάρισα τη θεατρική δραματική παράσταση «Οι δύο λοχίαι», για την οποία εκδόθηκαν 900 εισιτήρια. Τα έσοδα από τη διάθεσή τους, δόθηκαν για την ανέγερση νέου ταφικού μνημείου [11]. Το τελευταίο όμως δεν κατασκευάστηκε ποτέ, αφού έναν χρόνο αργότερα (1893) ο εκδότης της εφημερίδας «Όλυμπος» της Λάρισας σε ρεπορτάζ από το νεκροταφείο Παράσχου σημείωσε πως ο σταυρός στον τάφο του Λώρη «συντετριμμένος εις τεμάχια επί γής έκειτο» [12]. Κάθε ίχνος του τάφου του Κωνσταντίνου Λώρη χάθηκε κατά την οριστική κατάργηση του νεκροταφείου Παράσχου το 1899.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Θεσσαλία (Αθήνα), φ. 86 (25 Σεπτεμβρίου 1880).
[2]. Θεσσαλία (Αθήνα), φ. 62 (12 Αυγούστου 1880).
[3]. Στην ίδια μάχη, τραυματίστηκε σοβαρά και ο ανεψιός του (από αδελφή) Αλέξανδρος Γαληγάλης, ανθυπολοχαγός του 3ου Συντάγματος Πεζικού καταγόμενος από το Ναύπλιο. Μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Τυρνάβου, όπου υπέκυψε στα τραύματά του (11 Μαΐου 1886). Βλ. Το Άστυ (Αθήνα), φ. 37 (29 Μαΐου 1886). Επίσης βλ. άρθρο: «Ιερόν της κατά τα Θεσσαλικά σύνορα υπέρ εθνικής τιμής ηρωικώς θανούσι», Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου (Αθήνα), τ. 2 (1887), σ. 255-270.
[4]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 1430 (13 Μαΐου 1886) και φ. 1431 (14 Μαΐου 1886).
[5]. «Ο ατυχής ταγματάρχης Λώρης απεβίωσεν εκ της πληγής αυτού την εσπέραν της παρελθούσης Δευτέρας, ο δε νεκρός αυτού κατά την επιθυμίαν του ιδίου μετενέχθη εις Λάρισσαν». Βλ. Οι Εργάται (Τρίκαλα), φ. 95 (24 Μαΐου 1886).
[6]. Αλέξανδρος Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας, 1899-1993. Θεσσαλονίκη 2013, σ. 17-18.
[7]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 1441 (24 Μαΐου 1886).
[8]. Μικρά (Λάρισα), φ. 5 (6 Φεβρουαρίου 1900). Πρβλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Στην πλατεία Ταχυδρομείου», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 33017 (27 Μαρτίου 2016) και «Πλατεία Ταχυδρομείου: ιστορική αναδρομή», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 33089 (15 Ιουνίου 2016).
[9]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 127 (29 Μαρτίου 1892).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 127 (29 Μαρτίου 1892).
[11]. Βλ. άρθρο: «Υπέρ της ανεγέρσεως μνημείου εις τον Λώρην», Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 148 (2 Σεπτεμβρίου 1892).
[12]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 14 (27 Φεβρουαρίου 1893).