Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Ποια είναι η βασική ιδιομορφία αυτών των εκλογών;
Δεν έχουν να κάνουν με την πολιτική, έχουν να κάνουν με την ψυχολογία.
Βεβαίως, η «τέχνη» του να μπορεί κανείς να «πείθει» ή να «κατευθύνει» τα πλήθη, προφανώς και βασίζεται σε μέγιστο βαθμό στην ψυχολογία, είτε ασκείται ακουσίως είτε εκουσίως από τους πολιτικούς αλλά… Αλλά στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση είναι πολύ πιο… ορατή, η αντίδραση των ψηφοφόρων λόγω ψυχολογικής και όχι πολιτικής φόρτισης. Όπως επίσης είναι πολύ πιο εμφανής η προσπάθεια των κομμάτων και μέσω του προεκλογικό λόγου που ανέπτυξαν αλλά και μέσω της δικής τους δημόσιας αντιπαράθεσης, ότι ακριβώς εκεί στοχεύουν: στη «διαχείριση» των πολιτών, όχι σε σχέση με τις πολιτικές θέσεις και τις προτάσεις τους αλλά σε σχέση με την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και σε σχέση με τις αντιδράσεις που μπορούν να προκαλέσουν στο εκλογικό σώμα οι στοχευμένες παρεμβάσεις, εξαγγελίες και πάει λέγοντας.
Σε αυτές τις εκλογές δεν αντιπαρατίθενται τα προγράμματα.
Αν υποθέσουμε ότι στις λοιπές εθνικές εκλογές εν Ελλάδι τουλάχιστον, βαρύνοντα ρόλο στην επιλογή των ψηφοφόρων παίζουν τα προγράμματα και οι αμιγώς πολιτικές θέσεις, σε αυτές τις εκλογές συγκρούονται ο φόβος με την οργή, η ανασφάλεια με τον θυμό, η αγανάκτηση με την ανημποριά και, η συγκεχυμένη έννοια της ελπίδας, είτε προέρχεται από τη μία κατεύθυνση είτε από την άλλη, μιλώντας για τις δυο κυρίαρχες δυνάμεις που «συγκρούονται» μετωπικά (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ). Και λέμε «συγκεχυμένη έννοια της ελπίδας» διότι στην πραγματικότητα, εγγυήσεις δεν υπάρχουν. Υπάρχουν επιχειρήματα, υπάρχουν απόψεις, υπάρχουν υποθέσεις, υπάρχουν εκτιμήσεις, υπάρχουν προσδοκίες, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Η ανάγκη όμως να πιστεύει κανείς και να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, είναι πάντα σταθερή και παρούσα προκειμένου να συνεχίζεται η ζωή γενικώς. Άλλωστε γι' αυτό λένε ότι «η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία». Το κακό βεβαίως με τη συγκεκριμένη ρήση, είναι ότι εν τέλει «πεθαίνει» ακόμη και αυτή.
Και βεβαίως, το ζητούμενο αυτή της «συγκεχυμένης ελπίδας» ποιο είναι; Προφανώς η ανάγκη για «λύτρωση» από τα δεινά που μαστίζουν τον τόπο και κατ' επέκταση τους πολίτες.
Όλα αυτά αναμοχλεύτηκαν στην πιο σύντομη προεκλογική περίοδο των τελευταίων ετών.
Όλα αυτά συναντιούνται την Κυριακή στην κάλπη.
Λένε, και όχι αδίκως, ότι η συγκεκριμένη είναι η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά. Και είναι πράγματι κρίσιμη γιατί οι διαστάσεις της, πέρα από πολιτικές και κομματικές είναι κυρίως εθνικές, ως προς τις εξελίξεις που θα δρομολογήσει το αποτέλεσμά τους και θα επηρεάσει καθοριστικά τις ζωές όλων.
Κανονικά υπό τέτοιες συνθήκες που βιώνει ο τόπος, θα περίμενε κανείς τα κομματικά πάθη να έχουν καταλαγιάσει, αν όχι ισοπεδωθεί και τα πράγματα να κινούνται στη βάση της κοινής λογικής αφού κοινή είναι και θα είναι η μοίρα όλων.
Φευ! Όπως σωστά έχει λεχθεί, ένας Έλληνας μπορεί να διαφωνεί ακόμη και με τον εαυτό του.
Δεν χρειάζονται καν δυο, για να υπάρξει διαφωνία. Τα καταφέρνουμε μία χαρά ο καθένας μόνος του. Άντε το πολύ-πολύ να χρειαστούμε έναν καθρέφτη για να διευκολυνθούμε. Η έννοια της «κοινής λογικής» ως εκ τούτου δεν υφίσταται. Στη διάσταση ότι πρόκειται περί μίας λογικής που μπορούμε από κοινού να ασπαστούμε. Ακριβώς γιατί ο καθείς έχει τη δική του γνώμη και άποψη, την οποία και βεβαίως θέλει να επιβάλει, αφού, επίσης και βεβαίως και αδιαμφισβήτητα επίσης, είναι και η ορθή. Και λόγω αυτής της «έλλειψης» είναι προφανές ότι στα χρόνια της κρίσης, ενώ στις λοιπές χώρες του Νότου που βρέθηκαν στην ίδια δεινή θέση με την Ελλάδα οι πολιτικές δυνάμεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, προ του κοινού κινδύνου βρήκαν ένα ελάχιστο modus vivendi προκειμένου να συνεννοηθούν και να συνυπάρξουν προτάσσοντας το εθνικό τους ζήτημα-πρόβλημα.
Εγχωρίως δεν το ζήσαμε αυτό και ούτε και πρόκειται να το ζήσουμε καταπώς φαίνεται-μπορεί να ελπίζουμε σε πολλά αλλά αυτό πια είναι διαπιστωμένα «ουτοπία», τα υπόλοιπα «παίζεται»- ακριβώς γιατί αδυνατούμε να συμφωνήσουμε επί της «κοινής λογικής» και του « κοινού τόπου».
Και κάπως έτσι φθάσαμε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Συγκεχυμένοι, συγχυσμένοι, θυμωμένοι, φοβισμένοι, απογοητευμένοι, ανασφαλείς και «ανοιχτοί» στην ψυχολογική μας διαχείριση αφού το έδαφος είναι γόνιμο και έτοιμο. Κι έτσι πηγαίνουμε την Κυριακή στην κάλπη.
Να κάνουμε τι; Να τιμωρήσουμε; Να εκδικηθούμε; Να πάρουμε το αίμα μας πίσω; Να επιλέξουμε; Να ελπίσουμε; Να χτίσουμε; Να ζητήσουμε; Να αλλάξουμε; Να διασφαλίσουμε; Να εκτονωθούμε;
Τι από όλα; Ότι και να 'ναι είναι σαφές ότι δεν ψηφίζουμε στενά και απλά «κόμμα». Δεν ψηφίζουμε στενά με γνώμονα τις πολιτικές θέσεις και τα επιχειρήματα. Ψηφίζουμε με γνώμονα και την ψυχολογία που έχουμε ως θύματα της κρίσης.
Με μία ειδοποιό διαφορά: η «ψυχολογική ψήφος» έχει και αυτή πρακτικό αντίκτυπο.