Οι αστυνομικοί της τοπικής αστυνομικής υπηρεσίας είχαν εντοπίσει την ύπαρξη φυτών ινδικής κάνναβης -χασισόδεντρων-, μέσα σε αγρό καλλιέργειας καλαμποκιού, καλυπτόμενα από το ύψος και την πυκνότητα των καλαμποκιών. Οι αστυνομικοί σε καθημερινή βάση είχαν θέσει υπό παρακολούθηση τη φυτεία και ανέμεναν την εμφάνιση του καλλιεργητή για τη συγκομιδή της παραγωγής του. Η παρακολούθηση και αναμονή των αστυνομικών ήταν επιβεβλημένη, γιατί υπήρχε περίπτωση ο καλλιεργητής να μην ήταν ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου χωραφιού, αλλά πιθανά κάποιος τρίτος, με άγνοια του νομίμου παραγωγού καλαμποκιού, εκμεταλλευόμενος το αυτόματο πότισμα των καλαμποκιών και το γεγονός ότι η παράνομη φυτεία είχε αναπτυχθεί «ένθετα» σε ξένο έδαφος, οπότε σε τυχούσα περίπτωση εντοπισμού των δενδρυλλίων από την Αστυνομία, αυτό τούτο να μην είχε επιπτώσεις στον ίδιο.
Έτσι λοιπόν οι αστυνομικοί καθημερινά από τα χαράματα έως το βράδυ, καθημερινά είχαν «μπαστακωθεί» κρυμμένοι στη γύρω περιοχή, εξοπλισμένοι με όλα τα αναγκαία τεχνικά μέσα, αναμένοντας να «υποδεχθούν « τον δράστη στην «ιερή» συγκομιδή της παραγωγής. Στο διπλανό ακριβώς χωράφι άλλης καλλιέργειας, εργάζονταν οι παραγωγοί μαζί με τους εποχιακούς εργάτες για τη συλλογή και επεξεργασία του προϊόντος που είχαν μαζέψει. Οι ώρες δουλειάς, ήταν όπως συνηθίζεται σε όλη την αγροτική περιφέρεια, με τους αγρότες να καλαμπουρίζουν με τα χωρατά τους, να μαλώνουν για τα ποδοσφαιρικά και τα πολιτικά, να συζητούν τα καθημερινά τους προβλήματα και οικογενειακά θέματα και να μεταφέρουν τους προβληματισμούς και τις σκέψεις τους για το μέλλον. Το μεσημέρι και μετά το τέλος της δουλειάς, αποχωρούσαν με τα αγροτικά τους οχήματα και τελευταίοι παρέμεναν ο γιός του παραγωγού και η αρραβωνιαστικιά του. Ο Γρηγόρης και η Βάσω.
Στο χωράφι ήταν κατασκευασμένο ένα πρόχειρο υπόστεγο με καλάμια και ίσως ήταν ο μοναδικός τόπος για να μείνει απελευθερωμένο το ζευγάρι. Ο Γρηγόρης πάντα έπαιρνε την πρωτοβουλία να δείχνει την αγάπη και τον έρωτά του στη Βάσω.
- Βάσω με αγαπάς ;
-Σε αγαπάω Γρηγόρη.
-Ναι αλλά δεν μου το δείχνεις.
-Πως να στο δείξω Γληγόρη μου ;
-Δως μου ένα φιλάκι Βασούλα μου.
-Μη Γληγόρη, μη γιατί θα μας δούνε.
-Ποιός θα μας δεί ρε χαζό, ούτε ο Θεός δεν μας βλέπει, δεν υπάρχει ψυχή εδώ τώρα. [Υπήρχαν βέβαια περίπου 10 αστυνομικές ψυχές ακροβολισμένες εκεί γύρω και μοιραία ήταν ....καταδικασμένοι να κρατούν «τα πρακτικά» του Γρηγόρη με τη Βάσω], χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να μετακινηθούν, κάτω από τον καυτό ήλιο, τα περάσματα των φιδιών και το οπτικοακουστικό «κρεσέντο» του Γρηγόρη και της Βάσως. Πραγματικοί ....ήρωες...
-Γληγόρη είπες ότι θα με παντρευτείς, έτσι δεν είναι ;
-Ναι ρε Βάσω, αφού είμαστε αρραβωνιασμένοι, τι χαζομάρες λές. Ναι Γληγόρη μου, αλλά στο πανηγύρι στο χωριό σε είδα να κοιτάζεις εκείνη τη Μάγδα, που σε κοίταζε και εκείνη. Την ξέρεις την Μάγδα; Έχει ξεπετάξει κόσμο και κοσμάκη. Άν μάθω τίποτα θα της βγάλω τα μάτια.
-Ρε Βασούλα εγώ έχω μόνο μάτια για σένα. έλα Βασούλα μου, έλα τώρα... Κατά την επιστροφή το βράδυ των αστυνομικών τα πειράγματα και οι κουβέντες για τις ...επιδόσεις του Γρηγόρη και της Βάσως, έδιναν και έπαιρναν.
-Παιδιά δεν αντέχω άλλο.- Ταύρος ο Γρηγόρης, αλλά και η Βάσω ηφαίστειο....και πολλά άλλα τέτοια και άλλα, ο τέλειος αποπροσανατολισμός σε σχέση με το .....καθήκον. Ο επικεφαλής αξιωματικός αναγκάστηκε να τους τονίσει τη προσοχή τους προς τον στόχο και όχι προς τις επιδόσεις του Γρηγόρη, γιατί υπήρχε κίνδυνος το ....αναγκαστικό θέαμα να τους καταστρέψει το επιδιωκόμενο. Η μέρα όμως της εμφάνισης του χασισοκαλλιεργητή έφθασε. Ο ύποπτος, όταν ο ήλιος έβραζε το μεσημέρι, εμφανίσθηκε με αγροτικό όχημα και εργαλεία για την κοπή των δενδρυλλίων . Αφού έλαβε όλες τις προφυλάξεις και ανίχνευσε για ώρα τον χώρο, εισήλθε μέσα στην καλαμποκιά και χωρίς χρονοτριβή άρχισε την κοπή των δενδρυλλίων. Οι αστυνομικοί αμέσως όρμησαν με φωνές και αλαλαγμούς -όπως οι οπλαρχηγοί του ...Κολοκοτρώνη στην κατάληψη της ...Τριπολιτσάς- και τον συνέλαβαν. Ο Γρηγόρης με την Βάσω βλέποντας άνδρες να τρέχουν και να αγριοφωνάζουν, αποσβολωμένοι χωρίς να καταλαβαίνουν τι συνέβαινε, ντύθηκαν όπως-όπως, μη γνωρίζοντας ότι «αλλού βαράν τα όργανα» μονολογούσαν «Παιδιά εμείς δεν κάναμε τίποτα, είμαστε λογοδοσμένοι και θα παντρευτούμε, δεν κάναμε τίποτα, παίζαμε και κυλιόμαστε...Πω-πω ντροπή Γληγόρη και στα λεγα εγώ, τι θα πούμε τώρα αν το μάθει το χωριό ;» Για την ιστορία το χωριό δεν έμαθε τίποτα, Ο Γληγόρης με τη Βασούλα παντρεύτηκαν, ο χασισοκαλλιεργητής πήρε την γνωστή άγουσα και οι αστυνομικοί επιτέλους ηρέμησαν.....