Γράφει ο Νίκος Μπέτσιος, υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.
Η Ιστορία διαδραματίσθηκε σε θερινό θέρετρο των Λαρισαίων, ένα καλοκαίρι πριν χρόνια.
Δύο εύποροι κοσμικοί κύριοι και φίλοι, παντρεμμένοι και οι δύο, είχαν ερωτική σχέση με δύο νεαρές κοπέλες, με τις οποίες διασκέδαζαν και ήταν μαζί στα εξοχικά τους σπίτια, μακριά βέβαια από τα βλέμματα γνωστών και κυρίως των συζύγων τους. Η μία εκ των συζύγων είχε υποψιασθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και παρακολούθησε τον άνδρα της στον οποίο είχε προφασισθεί απουσία στην πόλη που σπούδαζε ο γιός της.
Την υποψία της, την «σφύριξε» και στην φίλη της (του άλλου συζύγου) και αφού βεβαιώθηκαν ότι ήταν απατημένες και «κερατωμένες», αποφάσισαν από κοινού να δράσουν και να δώσουν τέλος στην απατημένη σχέση, με τον δικό τους τρόπο. Μέσω τρίτου γνωστού τους προσώπου, που είχε σχέσεις και... με τα αλώνια και με τα σαλόνια, βρήκαν τρείς «μπρατσωμένους» αλλοδαπούς, στους οποίους αφού έδωσαν ένα καλό «μπουρμπουάρ», τους έδωσαν εντολή να δώσουν ένα καλό «μπερντάκι» στους κατά τα άλλα σοβαρούς κυρίους τους.
Πραγματικά ένα ζεστό βραδυνό του Αυγούστου, έφθασαν με μυστικότητα στο εξοχικό του ενός εξ αυτών. Μέσα, τα δύο παράνομα ζευγάρια απολάμβαναν «το μήλο του Αδάμ» και χωρίς καθυστέρηση οι αλλοδαποί άνοιξαν την πόρτα με τα κλειδιά που τους είχε δώσει η εξαπατημένη. Οι δύο «παθούσες» παρακολουθούσαν από απόσταση διακριτικότητας την... έφοδο. Με την είσοδό τους μέσα στα δωμάτια οι αλλοδαποί «τιμωροί» αντίκρισαν τον... «Αδάμ και την Εύα». Μέχρι οι… εραστές να καταλάβουν τι έγινε , άρχισε ο ξυλοδαρμός τους, πέφτοντας πολύ ξύλο...
Τις φωνές, τα ουρλιαχτά και τα τσιρίγματα των νεαρών γυναικών, άκουσαν από γειτονικό σπίτι οι γείτονες οι οποίοι ειδοποίησαν την αστυνομία ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Εκεί κοντά περιπολούσε το περιπολικό του αστυνομικού τμήματος , το οποίο και αμέσως κατευθύνθηκε στον τόπο του... εγκλήματος. Με την εμφάνιση των αστυνομικών, οι «νταήδες» επιχείρησαν να ξεφύγουν. Ο ένας από αυτούς πηδώντας από ένα παράθυρο έπεσε και έσπασε το πόδι του, οι άλλοι δύο συνελήφθησαν από τους αστυνομικούς στα... πράσα.
Στη συνέχεια εισερχόμενοι στο εσωτερικό του σπιτιού, αφού οι νεαρές κοπέλες φώναζαν βοήθεια, αντίκρισαν δύο μεσήλικες να έχουν φάει το ξύλο της χρονιάς τους και να είναι σε κακή κατάσταση, ενώ οι κοπέλες ήταν σε κατάσταση «σοκ». Οι αστυνομικοί τους ζήτησαν να τους μεταφέρουν στο Κέντρο Υγείας ή σε ιδιώτη γιατρό και να υποβάλλουν εγκλήσεις (μηνύσεις) για πρόκληση σε βάρος τους, σωματικών βλαβών, παραβίασης οικιακού ασύλου κ.λπ. Άμ δε, οι παθόντες δεν ήθελαν να μηνύσουν τους δράστες, γιατί μάλλον είχαν υποψιασθεί ότι αυτοί δεν μπήκαν σαν κύριοι, μέσα για να τους κλέψουν ή να τους ληστέψουν, αλλά γιατί τους ...κοστολόγησαν το «τσιλιμπούρδημα»... Και μέσα στο γενικό χαμό, χτυπά το κινητό τηλέφωνο του ενός. « Έλα αγάπη μου που είσαι, γύρισα , θα πάμε έξω να φάμε; (ήταν από την γυναίκα του...). Τι λένε τώρα ρε παιδιά; Στη γειτονιά, από στόμα σε στόμα και από κινητό σε κινητό, σήμανε «κόκκινος συναγερμός». Ακούσθηκαν τα πάντα, τι για ληστεία, τι για κλοπή, τι για «ερωτικό πανδοχείο», -κυρίως από γυναίκες-, μέχρι και για... τρομοκρατία.Τελικά οι αστυνομικοί συνέλαβαν τους αλλοδαπούς για παράνομη είσοδο και παραμονή στη χώρα, ενώ για τα υπόλοιπα «μούγκα στη στρούγκα», αφού οι ξυλοδαρμένοι δεν ήθελαν την ποινική δίωξη των δραστών για ευνόητους λόγους , λέγοντας στους αστυνομικούς ότι μάλωσαν με τα παιδιά για προσωπικούς λόγους, omerta... Και δαρμένοι και χαμένοι. Στο σπίτι έμειναν για αρκετές ημέρες, λέγοντας, ότι κάνουν διακοπές, γιατί έπρεπε να ξεμπουκώσουν τα πρηξίματα και να σβήσουν οι μελανιές.
H πλάκα της υπόθεσης είναι ότι στις γυναίκες τους είπαν ότι έπεσαν θύματα ληστείας, αλλά τις υποψίες τους ότι το ξύλο ήταν «κατευθυνόμενο» από τις απατημένες συμβίες , «το έκαναν γαργάρα».
Στο μέλλον οι κοσμικοί κύριοι, μάλλον θα παρέμεναν στις «αγκυροβολημένες φρεγάτες τους», παρά στα «ελεύθερα ιστιοφόρα», οι κοπέλες , με τέτοια λαχτάρα, μάλλον θα το ξανασκέφτονταν, ενώ οι κοσμικές κυρίες των κοσμικών συζύγων ήρεμα θα απολαμβάνουν τα κοσμικά τσάγια και την μπιρίμπα...