Του Νίκου Σπ. Ζέρβας, υπ. Διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών
Μεταξύ των αρχών της «καλής διοίκησης» που οφείλουν να διέπουν κάθε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος περιλαμβάνονται εκείνες:
α. της διαφάνειας της διοικητικής δράσης,
β. της χρηστής-έντιμης διοίκησης και
γ. του σεβασμού στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη προς το κράτος.
Βάσει, κατ’ αρχάς, της αρχής της διαφάνειας, οι λειτουργοί της Δημόσιας Διοίκησης υποχρεούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες της προς τους πολίτες ευλαβικά, ανιδιοτελώς και αμερόληπτα, με μοναδικό τους πρόταγμα την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτησή τους. Ταυτόχρονα, επειδή η διοικητική χρηστότητα αποκρυσταλλώνεται στην εντιμότητά τους, τα διοικητικά στελέχη οφείλουν να είναι έντιμα κατά τις συναλλαγές των πολιτών με το κράτος. Το ήθος τους αποτελεί απαραίτητο συστατικό στη συναπτόμενη σχέση μεταξύ πολιτών και Δημοσίου αφού, εξ’ όσων άλλων, ηθική, πολιτική και διοίκηση δεν είναι αυθαίρετες μεταξύ τους έννοιες, αλλά απολύτως αλληλεξαρτώμενες. Μόνον έτσι, άλλωστε, εξασφαλίζεται και η τρίτη προεκτεθείσα αρχή, αυτή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινωνικού συνόλου προς τις τάξεις της διοίκησης. Εντούτοις, παρά τη σημαντικότητα όλων των ανωτέρω αρχών και πρακτικών «καλής διοίκησης», σε πλείστες περιπτώσεις η πραγματικότητα άλλα μαρτυρά.
Η ευλαβική και αρμονική της λειτουργία με αυτοσκοπό την εξυπηρέτηση του πολίτη έρχεται αντιμέτωπη με το “τέρας” της διοικητικής κωλυσιεργίας. Η ανιδιοτέλεια και η αμεροληψία που οφείλουν να διακρίνουν τα στελέχη της υποσκάπτονται από την ροπή ορισμένων εξ’ αυτών στη διαφθορά, αποτελούσα η τελευταία έναν από τους κυριότερους λόγους της απουσίας επενδυτικού ενδιαφέροντος στη χώρα. Η δε εμπιστοσύνη των πολιτών προς τον εν Ελλάδι διοικητικό μηχανισμό τίθεται διαρκώς σε αμφισβήτηση εξαιτίας μιας σειράς έτερων παραγόντων, ένας εκ των οποίων επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο, έλκοντας την προσοχή του πολιτικού και, αν μη τι άλλο, δημοσίου ενδιαφέροντος.
Τις τελευταίες ημέρες στην πολιτική επικαιρότητα κυριαρχεί η πρόθεση της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας να προβεί στην ενεργοποίηση ενός παλαιότερα ψηφισθέντος νόμου και κατ’ επέκταση τη διενέργεια εξετάσεων για την επικύρωση των τίτλων σπουδών 2.500 αποφοίτων ιδιωτικών Τεχνικών και Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων, στα οποία έχουν επιβληθεί πειθαρχικές κυρώσεις, αναστολή της λειτουργίας τους, ή ακόμη και άρση της άδειας ίδρυσεώς τους για παραβάσεις των κανόνων λειτουργίας τους. Από τους κατέχοντες τα εν λόγω πτυχία είναι βέβαιο, πως ένας σεβαστός αριθμός τους τα αξιοποίησε για την “κατάληψη” κάποιας οργανικής θέσης του Δημοσίου. Για τον λόγο τούτο, άλλωστε, γεννώνται ερωτήματα περί της σκοπιμότητας της σημερινής ηγεσίας του αρμοδίου Υπουργείου να ενεργοποιήσει την εν λόγω επίμαχη διάταξη, δεχόμενη μάλιστα τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Πυρά, ωστόσο, που δύνανται κάλλιστα να καταδείξουν και μία υποβόσκουσα υποκρισία, εάν όχι ενοχή.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως η σημερινή κυβερνώσα πλειοψηφία επιδεικνύει φατριαστικές και κατ’ επέκταση προστατευτικές τάσεις υπέρ του δημοσίου τομέα και αναπόφευκτα κατά του ιδιωτικού. Από την εποχή που βρισκόταν στα έδρανα της αντιπολίτευσης και πολλώ δε μάλλον σ’ εκείνα της αξιωματικής, η σημερινή Κυβέρνηση είχε επενδύσει στην εκλογική της κυριάρχηση στις τάξεις του διοικητικού μηχανισμού. Γι’ αυτό και πάντοτε έσκιζε τα ιμάτιά της για οιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης των δομών και του προσωπικού της διοίκησης, κατάργησης απίθανων και απολύτως άεργων υπηρεσιών του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, καθώς και πειθαρχικής δίωξης και άμεσης απομάκρυνσης επίορκων υπαλλήλων, έχουσα παρερμηνεύσει την έννοια της ισότητας μ’ εκείνη του εξισωτισμού. Παρά ταύτα όμως, είναι παντελώς αυθαίρετο να κατηγορείται μοναχά η σημερινή Κυβέρνηση για την φαυλότητα του διοικητικού γίγνεσθαι, έχουσα μόλις τους τελευταίους 18 μήνες τα ηνία της εξουσίας.
Από τη δεκαετία του 1980 η κομματική πατρωνία και ο φατριασμός άρχισαν να κυριαρχούν εντός της διοικητικής μηχανής. Όχι μόνο στο στενό πυρήνα του κράτους, ήτοι στα Υπουργεία και σε Γενικές Γραμματείες, αλλά και σε αποκεντρωμένους και αυτοδιοικητικούς οργανισμούς, σε δημοσίους φορείς και ΔΕΚΟ, πόσω μάλλον εντός της Βουλής των Ελλήνων η αναξιοκρατία άρχισε να επιδεικνύει τα αδηφάγα της χαρακτηριστικά. Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, όπως η ίδρυση του ΑΣΕΠ το 1994, άρχισαν σχετικά σύντομα να ξηλώνονται από ποικίλου είδους κομματοκεντρικές διαδικασίες τόσο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, όσο και της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας του 2004-2009. Και τότε επίσης η αξιολόγηση ήταν μία άγνωστη έννοια, οι μετακλητοί υπερχείλιζαν, οι προσλήψεις γίνονταν από τα “παράθυρα” με μονιμοποιήσεις συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, η δε απουσία παντελώς ελέγχου επέτρεπε την κατάθεση και αξιοποίηση πλαστών πτυχίων και πιστοποιητικών για την ένταξη στο ελληνικό διοικητικό σύστημα. Μοναχά ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την θέση του αρμοδίου Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, προ τριετίας, επιχείρησε να θέσει ένα τέλος στη διοικητική φαυλότητα, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τα πλαστά πιστοποιητικά. Εντούτοις, η προσπάθειά του παρέμεινε ημιτελής εξαιτίας άλλων εν Ελλάδι παθογενειών -λ.χ. της εκκρεμοδικίας-, πολλώ δε μάλλον των αντιδράσεων που ανέκυψαν -πλην της τότε αντιπολίτευσης- στις τάξεις της λαϊκοδεξιάς συνιστώσας του κόμματός του.
Βέβαια, αυτή καθεαυτή η υποκρισία των σημερινών αντιπολιτευόμενων και η αναισχυντία για τα πεπραγμένα τους σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποσκιάζουν τα όσα δεινά εντοπίζονται διαρκώς στο διοικητικό μας γίγνεσθαι. Δεινά, όπως είναι και τα πλαστά πιστοποιητικά, που όχι μόνο δεν αρμόζουν σ’ ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, όπου μαζί με τους πολίτες και η διοίκηση οφείλει να σέβεται την κείμενη νομοθεσία, αλλά και που πλήττουν βάναυσα τη διοικητική αξιοπιστία, τις υπαλληλικές και συναδελφικές σχέσεις εντίμων και αξιοκρατικά επιλεχθέντων στελεχών με κομματικούς αρεστούς, πόσω μάλλον την εμπιστοσύνη μεταξύ διοίκησης και διοικουμένου. Δεινά, δηλαδή, που οφείλουν σύσσωμη η πολιτική κοινότητα, αλλά και η ίδια η κοινωνία να θέσουν ειλικρινώς στο προσκήνιο και να τα συντρίψουν, εάν επιθυμούν την αποκατάσταση του μείζονος τα τελευταία έτη ζητουμένου, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ούτως ή άλλως, η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αποτελεί τι άλλο, παρά ένα είδος «μεικτού πολιτεύματος», στο οποίο οι μεν βασικοί θεσμοί διακυβέρνησης (πρωθυπουργός, Κυβέρνηση, Βουλή) επιλέγονται με ισότητα δια της καθολικής ψηφοφορίας των πολιτών, οι δε δικαστικές και διοικητικές αρχές οφείλουν να συγκροτούνται αξιοκρατικά και όχι πελατειακά1.
1 Μακρυδημήτρης Αντ. (2015), Είναι ηθική η πολιτική;, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 34