Από τον Δημήτρη Νούλα
Ο Γκι Φέρχοφστατ σε πρόσφατη εκδήλωση του Ποταμιού στην Αθήνα κατηγόρησε το ΔΝΤ και την Ευρώπη ότι στο ελληνικό ζήτημα εστίασαν στο δημόσιο χρέος, στο δημοσιονομικό χρέος και στην έλλειψη πρωτογενούς πλεονάσματος. Επικεντρώθηκαν δηλαδή στις συνέπειες, στα συμπτώματα της ασθένειας κι όχι στις αιτίες: «Στην κακή διακυβέρνηση της Ελλάδας, στην αναποτελεσματική διοίκηση, στο πελατειακό κράτος, στους αδύναμους ή ανύπαρκτους θεσμούς, στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας…».
Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο οι «δανειστές» αλλά και οι πολιτικές μας δυνάμεις αρνούνται «πάση θυσία» να προχωρήσουν στην εκ βάθρων «επανίδρυση του κράτους» και ως εκ τούτου η προσπάθεια του πολιτικού κόσμου της χώρας να ανακτήσει το κύρος του και να αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες φαίνεται να συναντά σημαντικά εμπόδια. Η δυσθυμία και η απογοήτευση των πολιτών δεν είναι άσχετη, βέβαια, με τα «είπα-ξείπα» των ταγών μας ούτε με την υποτιμητική για τους πολίτες πρακτική των κομμάτων να εξαντλούν τη δυναμική τους σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και τηλεοπτικές «κοκορομαχίες» κι όχι στην προσπάθεια να δομήσουν ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
«Η υποτίμηση, όμως, των πολιτών υποτιμά και τη χώρα» είπε ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς μας -αν όχι ο σημαντικότερος- της μεταπολιτευτικής περιόδου. Διότι οι ηγεσίες μας δίνουν την αίσθηση ότι αρκούνται στο να καταλαμβάνουν την εξουσία χάριν της εξουσίας κι όχι με βάση κάποιο σχέδιο να κάνουν πράγματα για την κοινωνία και την πατρίδα.
Έτσι π.χ. στον κρίσιμο χώρο της Δικαιοσύνης όπου ο διορισμός της ηγεσίας της από τις κυβερνήσεις ορίζει και τον βαθμό της ανεξαρτησίας της υπάρχουν πάρα πολλοί εξαίρετοι και ακέραιοι λειτουργοί που κυριολεκτικώς «πνίγονται» και δεν μπορούν να αποδώσουν με βάση τις δυνατότητές τους διότι το όλον σύστημα δεν «δουλεύει». Γιατί άραγε καθυστερούν οι αναγκαίες τομές για την άρση της πολυνομίας, της αντινομίας, για την ταχεία προώθηση της μηχανοργάνωσης ή για τη μετεκπαίδευση και εξειδίκευση των δικαστικών λειτουργών; Τα ανάλογα συμβαίνουν και στον τομέα της μικρής και μεγάλης φοροδιαφυγής, στον χώρο της λαθρεμπορίας καυσίμων και τσιγάρων κοκ.
Σε αντίθεση με την ηγεσία, ο ελληνικός λαός, «πάντοτε ευκολόπιστος και πάντα προδομένος», σε όλη αυτή την περίοδο της κρίσης, επέδειξε, παρά τα δεινά που τον έπληξαν, πρωτοφανή ωριμότητα. Ενώ δηλαδή σε άλλες χώρες τα σύννεφα του ευρω-σκεπτικισμού αυξάνονταν (και αυξάνονται) συνεχώς οι Ελληνες πολίτες στήριζαν, επανειλημμένως, τις πολιτικές δυνάμεις που εξέπεμπαν το πιο σταθερό μήνυμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Κι αυτό συνέβαινε παρότι η πλειονότητα των πολιτών δεν πολυ-πίστευε ότι τα κόμματα που έχουν την πιο μεγάλη ευθύνη για το τραγικό μας κατάντημα (μεγάλα ποσοστά ανεργίας, άγρια συρρίκνωση εισοδημάτων, καμία, σχεδόν, επιβάρυνση προνομιούχων στρωμάτων) ήταν όντως ικανά να την οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση και στην «αποθεραπεία» των πληγών που δημιουργήθηκαν στο κοινωνικό σώμα. Ειδικά όταν έβλεπαν και βλέπουν να εφαρμόζονται πολλές από τις πρακτικές του παρελθόντος όπως είναι π.χ. η προώθηση κομματικών στελεχών με μη αξιοκρατικά κριτήρια ή η ανάπτυξη πελατειακών δικτύων, στον βωμό της «πάση θυσία» επανεκλογής.
Ωστόσο οι περισσότεροι πολίτες έδειξαν επί μακρόν ανοχή στο φθαρμένο πολιτικό προσωπικό που εξέφραζε, όμως, τον εγχώριο φιλοευρωπαϊσμό πολύ δε περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ εξέπεμπε, αρχικώς, θαμπό φιλοευρωπαϊκό μήνυμα. Έδειξαν, δηλαδή, αυξημένη ωριμότητα που εκδηλώθηκε με αντίστοιχη πολιτική συμπεριφορά μη υποκύπτοντας στις σειρήνες των κομμάτων της «οργής» και προσδοκώντας να φανεί κάτι το νέο στον πολιτικό χάρτη. Κάτι το οποίο θα ήταν αξιόπιστο αλλά και πιο συμβατό με την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας. Ανέμεναν, ίσως, τη σταδιακή «ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή, λοιπόν, η συλλογική αυτογνωσία εκπήγασε από την οδυνηρή εμπειρία του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος κατά το οποίο όποτε κυριάρχησε ο διχασμός οι συνέπειές του υπήρξαν τραγικές. Συμβάλλει ακόμη στο να αναγνωρίζουμε ότι η Ευρώπη, η οποία, εν πολλοίς, δομήθηκε με βία και αίμα, βιώνει στους χρόνους μας ένα αναπάντεχο πείραμα ειρηνικής και δημοκρατικής διεργασίας, όπως είναι αυτό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο οποίο είναι, εκ των ων ουκ άνευ, αναγκαίο να συμμετέχουμε.
Η επιλογή, λοιπόν, των Ελλήνων πολιτών για παραμονή μας στην ενωμένη, δημοκρατική και προοδευτική Ευρώπη αποτελεί μονόδρομο περισσότερης ασφάλειας, προόδου και ευημερίας παρά τις σημερινές μας μεγάλες δυσκολίες και παρά τη σφοδρή αντίδραση προνομιούχων τμημάτων της κοινωνίας που, κατά κύριο λόγο, καρπώθηκαν τον πλούτο που εισέρρευσε στη χώρα, να αποδεχθούν αλλαγές στους κανόνες του παιχνιδιού. Γι΄ αυτό και η πρόσφατη υπερψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή, πέρα από την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας, θα είναι και απαίτηση για την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο με τη συνέχιση προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος, στην οικονομία και στην πολιτική ώστε να γίνει η υπέρβαση της κρίσης μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο ευρώ.
Είναι, λοιπόν, αναγκαίο σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη περίοδο που η Ευρώπη επιδιώκει να αλλάξει σελίδα επιζητώντας μακροχρόνια θωράκιση της ευρωζώνης που θα οδηγήσει σε μια “γνήσια” νομισματική, οικονομική και πολιτική ένωση, η χώρα μας να είναι εκεί ως ισότιμο μέλος και με τις δικές της προτάσεις. Αυτό βάζει την Ελλάδα μπροστά στην πρόκληση της προώθησης των μεταρρυθμίσεων στις οποίες αναφέρθηκε ο Γκυ Φερχόφστατ ως προϋπόθεση για την επιστροφή στην «κανονικότητα» της χώραςμέλους της ευρωζώνης.
Ως απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση, ζητείται η διαμόρφωση στον πολιτικό μας χάρτη μιας νέας και καλά επεξεργασμένης πολιτικής πρότασης των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων, της πραγματικής επανίδρυσης του κράτους και της ευρωπαϊκής προοπτικής με κοινωνική δικαιοσύνη. Δηλαδή των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του μέτρου και της σωφροσύνης.
Αυτές οι δυνάμεις της σύνεσης είναι που πρέπει να κυριαρχήσουν και στην υπόλοιπη Ευρώπη ώστε να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά ο ευρωσκεπτικισμός που συνδέεται με την αναβίωση των εθνικισμών και ιδιαίτερα με εκείνον που «ονειρεύεται» επιστροφή στις ιδεοληψίες του πανγερμανισμού μια εκδοχή του οποίου αποτέλεσε και η ανάμειξη της Ευρώπης στην Ουκρανία.
Ο Δημήτρης Νούλας, είναι χημικός