Από τον Θρασύβουλο Καβασίδη
Σε κείμενό μας με τίτλο «Ο φονταμενταλισμός βρυχάται», («Ε» της 24ης Φεβρουαρίου 2014), γράφαμε μεταξύ των άλλων, ότι ο Φονταμενταλισμός «εκφράζει, υπό τις παρούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ό,τι πιο συντηρητικό και αποκρουστικό (…) είτε αυτό αναφέρεται σε ιδεολογία, είτε σε θρησκεία», ότι «τα τελευταία χρόνια ο φονταμενταλισμός επεκτάθηκε τόσο σε άλλες θρησκευτικές οργανώσεις, ιδιαίτερα ισλαμικές όσο και σε πολιτικές…», ότι «ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός στρέφεται ευθέως προς τις κατακτήσεις που γεννήθηκαν ιδιαίτερα από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού». Και ότι «ακόμη και σήμερα, συμβαίνουν περιστατικά τα οποία αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, έστω και ανατρεπτικών».
Μετά την ίδρυση του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» στη Μέση Ανατολή οι Τζιχαντιστές έδειξαν σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο το αποτρόπαιο πρόσωπό τους, με τις σφαγές αθώων πολιτών. Τα τελευταία αποτρόπαια γεγονότα στο Παρίσι, την «Πόλη του Φωτός», μας δίνουν το έναυσμα να αναφερθούμε στο «Γαλλικό Διαφωτισμό» γιατί, δυστυχώς, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας άρθρα, στα οποία οι συντάκτες τους εκφράζονται απαξιωτικά προς τον ευρωπαϊκό και ειδικά το Γαλλικό Διαφωτισμό (του 18ου αιώνα), ο οποίος, όπως είναι γνωστό, συνέβαλε καταλυτικά στην έκρηξη της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης (1789). Εκείνο, όμως, που προκαλεί ανησυχία είναι ότι μέσα από αυτά τα άρθρα εκφράζονται φονταμενταλιστικές αντιλήψεις που αγγίζουν τα όρια του σκοταδισμού.
Ας δούμε λοιπόν, σε αδρές γραμμές, το ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο Γαλλικός Διαφωτισμός, προκειμένου ο νηφάλιος αναγνώστης να δυνηθεί να κρίνει αυτούς που τον επικρίνουν, τους απολογητές του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Κατά το 18ο αιώνα όλη σχεδόν η Ευρώπη βίωνε τα απόνερα που άφηνε ο Μεσαίωνας, με την φεουδαρχία να βρίσκεται στο ζενίθ της ακμής της. Ένα Μεσαίωνα, κατά τον οποίο η Εκκλησία κάθισε και έκανε ένα πλήθος εφευρέσεων για να αυξήσει τα μαρτύρια, να τα κάνει πιο οδυνηρά, πιο διαπεραστικά και αυτό για να καθυστερεί το θάνατο, για να κάνει τους ανθρώπους να τον ζουν περισσότερο. Και έχυσε μαύρα δάκρυα όταν ανακάλυψε πως η φύση, έπειτα από ένα ορισμένο βαθμό πόνου, χαρίζει στον άνθρωπο το θάνατο! (Ζ. Μισελέ, σελ. 31).
Γι’ αυτό ο Ζ. Μισελέ διερωτάται: «πώς η Θρησκεία με τις πιο ήπιες αρχές, που ξεκίνησε από την ίδια την αγάπη, μπόρεσε να καλύψει τον κόσμο με την τεράστια αυτή θάλασσα του αίματος»; Και καταλήγει: «Στις μεγάλες σφαγές της αρχαιότητας δεν συναντάται το πάθος, η λύσσα, το μίσος που χαρακτηρίζει στον μεσαίωνα τους αγώνες και τις εκδικήσεις της θρησκείας της αγάπης» (σελ. 29 επ.).
Στη Γαλλία, όλοι οι πολιτικοί θεσμοί του 18ου αιώνα είτε προερχόταν από το Χριστιανισμό, είτε ήταν ραμμένοι στα μέτρα του και δανείζονταν το κύρος του. Πάνω απ’ όλα όμως η Εκκλησία εξηγούσε όλη τη θρησκευτική ιστορία με την απάτη. Δε δεχόταν να συζητήσει τότε (ακόμη και τώρα) τα θρησκευτικά θέματα βάσει λογικών επιχειρημάτων, γιατί γνώριζε (και γνωρίζει) ότι «όταν η θρησκεία – οποιαδήποτε θρησκεία – συγκατατίθεται να συζητήσει βάσει λογικών επιχειρημάτων, τότε αρχίζει να πεθαίνει».
Στη Γαλλία του 18ο αιώνα. Το φεουδαρχικό σύστημα που καθιερώθηκε με τους «Ελέω Θεού» μονάρχες αντικατοπτρίζει τις τρεις Τάξεις της Γαλλίας: τους Ευγενείς, τον Κλήρο και την Τρίτη τάξη (μικροϊδιοκτήτες, μικρέμποροι, αγρότες, εργάτες, υπάλληλοι).
Οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα, του «Αιώνα του Φωτός», χαρακτήριζαν το Μεσαίωνα ως «μια περίοδο γεμάτη βαρβαρότητες, πνευματικό και ηθικό σκοταδισμό και πολιτική και κοινωνική καταπίεση». Οι φιλόσοφοι αυτοί ανήκαν κυρίως στον κόσμο των Εγκυκλοπαιδιστών, τον οποίο «δεν τον είχε φτιάξει ο Θεός για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος. Το θεμέλιο της αλήθειας δεν ήταν πια η εξουσία. Πρόοδος σήμαινε η απόδοση κι επιστροφή του ανθρώπου στη φύση». (Mignet, σελ. 264).
Ο Ε. Παπανούτσος, (σελ. 202 – 203) αναφερόμενος στη φιλοσοφία του 18ου αιώνα περιγράφει τα πιο έκδηλα χαρακτηριστικά του, που ήταν η λατρεία του ορθού λόγου, ο deismus και η φυσική θρησκεία, η πίστη στην ελευθερία της σκέψης, ο πόθος για κοινωνική απολύτρωση και πολιτικές ελευθερίες, δοθέντος ότι οι φυλακές – αλλά και τα μοναστήρια ακόμη που χρησιμοποιούνταν ως φυλακές – ήταν το φόβητρο κάθε αντιρρησία. Επικαλούμενος δε τον Imm. Kant δίνει και τον ορισμό της έννοιας του Διαφωτισμού, που είναι «η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπαίτιος». Και προσθέτει: «Ώριμος είναι εκείνος που μπορεί να μεταχειρισθεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Ενώ από δική του υπαιτιότητα ανώριμος είναι όποιος, όχι από έλλειψη νοημοσύνης, αλλά από οκνηρία και ατολμία δεν στηρίζεται στις δικές του διανοητικές δυνάμεις, αλλά εμπιστεύεται την καθοδήγησή του σ’ έναν άλλο. Δηλαδή, είναι ανώριμος όποιος θεληματικά μπαίνει κάτω από την κηδεμονία ενός άλλου και αφήνεται απ’ αυτόν να οδηγηθεί».
Φυσικά, οι Απολογητές δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια τους. Όταν διαπίστωσαν ότι η μέθοδος της απάτης, την οποία ανήγαγαν σε «επιστήμη» και ανερυθρίαστα εφάρμοζαν, άρχισε να σημειώνει επικίνδυνες ρωγμές, με την επικουρία και του Τάγματος των Ιησουιτών, ανέλαβαν δράση. Καθιέρωσαν τέτοια λογοκρισία και απηνή διωγμό συγγραφέων και εκδοτών που πολλά έργα των φιλοσόφων κυκλοφορούσαν είτε με ψευδώνυμα, είτε ανώνυμα, ακόμη δε και με άγνωστο συγγραφέα και εκδότη, όπως το έργο του Βαρώνου του Χόλμπαχ «De Tribus Impostoribus» («Περί Τριών Απατεώνων», ελληνική έκδοση «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2003).
Το πλέον όμως τερατώδες ήταν ότι, αρκετοί κληρικοί εξακολουθούσαν να επιμένουν πως κάθε παρέκκλιση από το Καθολικό δόγμα έπρεπε να τιμωρείται από το Κράτος και ότι η Σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου ήταν τόσο νόμιμη, όσο και μια χειρουργική επέμβαση!
Οι Γάλλοι, λοιπόν, φιλόσοφοι «αντέδρασαν στη μακρόχρονη υποταγή, την καρτερία, την υπομονή. Αυτή η προσπάθεια που έκανε η ανθρωπότητα ν’ αγαπήσει τον κόσμο του μίσους και της συμφοράς που της επέβαλαν. Η Επανάσταση που ακολούθησε δεν ήταν παρά η καθυστερημένη αντίδραση της Δικαιοσύνης εναντίον της ευνοιοκρατικής Κυβέρνησης και της χαριστικής θρησκείας» (Ζ. Μισελέ, σελ. 25). Και για να αιτιολογήσει πιο καλά ο Γάλλος ιστορικός την έκρηξη της Επανάστασης, συμπληρώνει: «Ο κόσμος περίμενε μια πίστη για να ξαναρχίσει να περπατά να αναπνέει, να ζει. Αλλά ποτέ η πίστη δεν μπορεί ν’ αρχίσει με το ψέμα, με την απάτη, με το δόλο».
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο Rousseau ήταν εκείνος που κατάφερε ευκρινέστερα να εκφράσει τη δέσμευση των Γάλλων επαναστατών, (με το «Κοινωνικό Συμβόλαιο»), στις αρχές της ελευθερίας και της αδελφοσύνης καθώς και τη βαθιά αφοσίωσή τους στο ιδεώδες της λαϊκής κυριαρχίας, το οποίο υιοθετήθηκε στη Γαλλία, σηματοδοτώντας το τέλος του Παλαιού Καθεστώτος (Ancien Regime). Ένα ιδεώδες που μεταλαμπαδεύθηκε σε όλη την Ευρώπη και φυσικά και στη Χώρα μας. Η μεγάλη προσφορά του Rousseau στον άνθρωπο, φαίνεται στην αρχή του πρώτου Κεφαλαίου του έργου του «Κοινωνικό Συμβόλαιο ή Αρχές περί πολιτικών δικαιωμάτων» («Du Control social, ou Principes du droit politique»): «Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί ελεύθερος, αλλά είναι παντού δεμένος με αλυσίδες» («L’homme est ne libre, et partout il est dans les fers»).
Οι επικριτές του Rousseau τον κατηγορούν γιατί η Επανάσταση τελικά εξετράπη από τους στόχους της και γέννησε πρώτα την τρομοκρατία των Ιακωβίνων, κατόπιν τον Βοναπαρτισμό και στη συνέχεια τον ολοκληρωτισμό σε όλες του τις διαστάσεις.
Αλλά γιατί πταίει ο Rousseau αν στην πορεία της η Επανάσταση προέβη και σε πράξεις βίας και τρομοκρατίας, που αποτελούσαν εκρήξεις ανεξέλεγκτες, λόγω των απωθημένων που διατηρούσαν οι χειμαζόμενοι πληθυσμοί της Τρίτης Τάξης;
Βιβλιογραφία
1. Doyle W. «Γαλλική Επανάσταση», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα – Το Βήμα», μετ. Ε. Χεκίμογλου – Ν. Στεργίου – Σ. Χαντζηκωνσταντίνου, Αθήνα 2007.
2. Mignet F, «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης», εκδόσεις Κ.Μ. μετ. Γ. Κουχτσόγλου, τόμος Β΄, Αθήνα 1955.
3. Michelet Jules, «Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης», εκδόσεις «Ελληνικής Μορφωτικής Εστίας», μετ. Γ. Λάμψα, τόμος Α΄, Αθήνα 1969.
4. Παπανούτσου Ε. «Φιλοσοφικά Προβλήματα», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1964.