Καλά ρε φιλαράκι μ’ έχεις εμένα για τέτοιον άνθρωπο; Τι με πέρασες, για κανέναν ανασφαλή να τρέξω να προλάβω να βγω στη σύνταξη; Να κάθομαι να υπολογίζω αν είμαι ασφαλισμένος προ του 1993 ή μετά, αν είχα ανήλικο τέκνο το 2011, αν εμπίπτω σε ειδική κατηγορία, και μετά απ’ όλα αυτά τα ωραία, να τρέχω και στο ΙΚΑ να εξαγοράζω τα ηρωικά εκείνα χρόνια που ήμουν τιμημένο κωλοφάνταρο στο πεζοναυτικό του Βόλου; (Καλημέρα στις σειρούλες μου επ’ ευκαιρία). Ε, για πες μου; Με κόβεις εμένα για τέτοιον;
Ουχί και πάλιν ουχί. Εμείς είμεθα νέοι και ωραίοι και έτσι θα πεθάνουμε μιαν ωραίαν πρωίαν (μπορεί και βράδυ, μετά από κραιπάλη). Θα αποθάνομεν όρθιοι, επί των επάλξεων. Ευσταλείς και χαμογελαστοί (με το γέλιο του ηλιθίου). Φορώντας μια κοστουμιά σινιέ με ροζ μεταξωτή γραβάτα και μαντηλάκι ιδίου χρώματος στο πέτο. Σαν τον μικρό Θεούλη, τον Μέντορά μας τον ΚατρΟΥΓΚαλο με τ’ όνομα, που κάποια γερασμένα μυαλά αποκαλούν και... Καρούμπαλο. Καρούμπαλα στο κεφάλι τους οι άχρηστοι!
Όχι κάτσε και πες μου: Τι γέρος θέλεις να ‘σαι ; Θλιβερός συνταξιούχος του καφενείου ή ...ΚατρΟΥΓΚαλος σένιος και παρφουμαρισμένος; Εδώ σε θέλω κάβουρα... Α, πε...
Δεν θέλει και πολλή σκέψη. Εγώ συνταξιούχος της πιζάμας δεν πρόκειται να γίνω ποτέ των ποτών, ομνύω και ορκίζομαι. Να σηκώνομαι απ’ τα χαράματα (φουσκωμένος από ύπνο) για να ακούσω... Παπαδάκη, τον κυβερνητικό εκπρόσωπο του Έλληνα συνταξιούχου να ωρύεται(μέχρι δακρύων) για την κατάντια των γέρων (με τους οποίους αυτός βγάζει μεροκάματο).
Δεν θα περνάω τα πρωινά με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, κάνοντας ζάπινγκ μέχρι να πετύχω τον Άγιο Ρωμανά τον ενσηματοφόρο, προστάτη - Άγιο του κλάδου μας που μαζί με τον Όσιο Αλέξιο (Μητρόπουλο) ανακοινώνουν κάθε τρεις και λίγο πόση σύνταξη θα πάρουμε αυτόν τον μήνα. (Δεν το πιασες; Έτσι όπως πάμε, σε λίγο με τον... μήνα θα υπολογίζονται οι συντάξεις. Πάρτε τώρα αυτόν τον μήνα, για τον επόμενο έχει ο Θεός (και ο Κατρούγκαλος).
Έπειτα, είναι και θέμα... πρεστίζ, είναι θέμα εικόνας. Τράβα τώρα εσύ να συστηθείς κάπου και να πεις... «συνταξιούχος». Θα σε κοιτάξουν τότε με ένα... οικτίρμον βλέμμα, σαν ένα πλάσμα βδελυρό και αξιοθρήνητο. Πού πήγε η παλιά σου πόζα; Πού έδυσαν τα κάλλη σου; Εσένα που σε κοζάριζαν τα θηλυκά κι εσύ, εραστή μου ακαταμάχητε με το μαύρο γυαλί στυλ «καμπάρι», φούσκωνες σαν κοκοράκι μέσα στο ακριβό σου αυτοκίνητο; Τώρα τι εικόνα να πουλήσεις; Που θα σε βλέπουνε σαν κάτοικο γης με προθεσμία λήξης, σαν κατεψυγμένο βακαλάο μετά από βίαια απόψυξη, και θα λένε από μέσα τους «και καλά σαράντα» γερο-μπαμπαλή. (Μπλιαχ και ξανά μανά μπλιαχ).
Και πού να πας με το αυτοκίνητο δηλαδή; Εσύ τώρα είσαι για να μπαίνεις σε κάνα λεωφορείο με τους συναδέλφους σου στο ΚΑΠΗ. Και όλοι μαζί –τριαλαρί – τριαλαρό να πηγαίνετε έξαλλά μου «νιάτα» σε τίποτε Αμπελάκια, κάνα Παλιό Παντελεήμονα, άιντε και καμιά Ιτέα, κάνα Γαλαξείδι. Και κει να το ρίχνετε πρώτα στα παϊδάκια, μετά στα σόκιν ανέκδοτα για χήρες και ζωντοχήρες και, χαχανίζοντας ολ του γκέδερ, να στρώνεστε στο χορό και να μην βάλετε κάτω πισινό. Κάθε Μεγάλη Σαρακοστή,απαρεγκλίτως,είσαι να πηγαίνεις με το λεωφορείο της Ενορίας των αγίων Τασσαράκοντα στην ιερά Μονή της Παναγιάς της Κατρουγκαλιώτισσας για Χαιρετισμούς (και εξιλασμό). Και κάθε καλοκαίρι, με τον κοινωνικό τουρισμό, επταήμερο στα Καλά Νερά, που είναι και δικά μας μέρη, και τα ξέρουμε. Ρηχή θάλασσα, και γάβρο τηγανητό σπέσιαλ, τιμαί λαϊκαί.
Όχι ! χίλιες φορές όχι! Πίσω και σας έφαγα. Θα πεθάνω θα πεθάνω στο κανόνι μου επάνω... Από θάνατο ηρωικό μα διόλου πένθιμο. Θα ‘ναι μια βραδιά μετά τη δουλειά, πάνω στο κέφι το τσακίρ, καθώς αρμόζει σε μας τους αιώνια νέους και ωραίους. Και κάτσε εσύ τώρα και ασχολήσου με χοληστερίνες και ζάχαρα, να κυκλοφορείς στα Νοσοκομεία και στα ΙΚΑ,με το βιβλιάριο παραμάσχαλα, να σου βρουν τι είναι αυτός ο πόνος που πάλι (νόμισες ότι) σ’ έπιασε. Ε, λοιπόν εσύ στο ΙΚΑ κι εμείς στα... σύκα (μην σου πω και στα συκόφυλα). Εμείς ήμασταν και θα είμαστε της σχολής του Ζήκου. «Ποιος είναι αυτός ο ΙΚΑς παιδιά;» Για δεν με λέτε και μένα;
Το βέβαιον είναι ότι εμείς οι «κατρουγκαλιστές» δεν θα πεθάνουμε μέσα στον μπαξέ, στο εξοχικό, στον Αγιόκαμπο. Εκεί που κατάντησες κακόμοιρε να φυτεύεις (πριν φυτέψουν και σένα)... μαρούλια και βιολογικές ντομάτες για τις οποίες επαίρεσαι και καμαρώνεις ώσπερ σκεπάρνι γύφτικο, στους άλλους συνταξιούχους φίλους σου στο καφενείο, όπου μαζεύεστε για τσιπροκατανύξεις, εν μέσω των οποίων ανταλλάσσετε – κατά τα άλλα- πληροφορίες, ποιο είναι το χάπι που ρίχνει πιο γρήγορα την πίεση.
Όχι και πάλι όχι. Βαρβάτο, ντούρο, σαν του Ιωάννη Μεταξά. Εμείς, οι οπαδοί του ΚατρΟΥΓΚαλου (ούλοι μας ταξικοί αποστάτες σαν τον επαναστατημένο χαρωπό ηγέτη μας), θα δουλεύουμε ολημερίς. Όλη μέρα εργασία, κούραση και ορθοστασία και τα σαββατόβραδα θα ζούμε τη ζωή μας στο κόκκινο, στα θερινά μπαράκια ντυμένοι με κόκκινα μοδάτα στενά παντελόνια, σταράκια και σακίδια στην πλάτη που δίνουν μια αίσθηση νεανικής ανεμελιάς όπως ο ευκλεής Ευκλείδης ο Τσάκαλος.
Αυτοί είμαστε εμείς κύριοι... Τρελοί κι αδέσποτοι. Και το ασφαλιστικό εμείς θα το λύσουμε. Εμείς που... δεν νοιαζόμαστε για συντάξεις. Διότι το ασφαλιστικό στα χρόνια του Κατρούγκαλου, μιαν ελπίδα έχει μόνον να σωθεί. Και αυτή είναι –ω ναι!- να... μην δίνει συντάξεις. Ας αποτινάξουμε επιτέλους τη ρετσινιά, ότι είμεθα χώρα συνταξιούχων. Ας δουλέψουμε. Λαμπορέμους! Ως τα 60, τα 70, τα 80, διότι από μια ηλικία και μετά, δεν κάνει και μεγάλη διαφορά.
Ας κηρύξουμε το τέλος στην γκρίνια και την κατάθλιψη. Αφού σύνταξη δεν προβλέπεται να παίρνουμε, τουλάχιστον ας το γλεντήσουμε. Ωραίοι (και μοιραίοι) ως Έλληνες ας δείξουμε για μιαν εισέτι φορά εις την πολιτισμένη ανθρωπότητα ότι οι Έλληνες, πραγματικοί καλλιτέχνες της επιβίωσης ανά τους αιώνες, μπορούν να τη βγάλουν και με σκέτα λάπατα, λαχανίδες, γαϊδουράγκαθα και τόσα άλλα χορτάρια, από αυτά που πλουσίως του δωρίζει η ελληνική φύσις.
Αχ φιλαράκι μου καλό, θα στο εξομολογηθώ μια και καλή. Το πρόβλημά μας δεν είναι αν θα πάρουμε και πόση σύνταξη. Το πρόβλημα μας είναι πως μεγαλώνουμε... Και πως... πλησιάζουμε τα χρόνια της σύνταξης...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalesssis@yahoo.gr