Στη μέση της γέφυρας

Δημοσίευση: 19 Απρ 2016 8:47

 

Του Γιώργου Ζημιανίτη

Σε μια πάροδο κεντρικού άξονα της πόλης ζούσε ο 70χρονος μαστρο-Θεοδόσης. Η στέγη που σκέπαζε την πλίθινη μονοκατοικία του ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα περισσότερα χορταριασμένα κεραμίδια ήταν σπασμένα. Από τις τρύπες τους έμπαινε το νερό της βροχής και μούσκευε χειμώνα καιρό την κρεβατοκάμαρα. Κι άντε ύστερα να κλείσει μάτι νύχτες αξημέρωτες, ξαπλωμένος πάνω σε βρεγμένο στρώμα και μουσκεμένες κουβέρτες.

Τα πρωινά σηκωνόταν από κει με πιασμένο το κορμί του. Θλιβόταν ν' ακούει να τρίζουν τα κόκαλα του σκελετού του. «Γέρασα», έλεγε μέσα του, « και αλίμονό μου αν πέσω στο κρεβάτι, έτσι μόνος και ανήμπορος όπως είμαι!...».

Πονούσε φριχτά όλο του το κορμί σαν έπαιρνε να περπατήσει στον δρόμο, ώσπου να ξεπιαστεί έπρεπε να διανύσει κάποια απόσταση. Μέχρι να φτάσει στο στέκι της επαιτείας περνούσε από κάμποσους ασφαλτόδρομους. Σ' αυτό το διάστημα, σκεφτόταν όλο σκεφτόταν. Αναθυμόταν τα χρόνια του που πέρασαν, ως τα τώρα, ανεπιστρεπτί. Κατηγορούσε τον εαυτό του που από νωρίς δεν είχε φροντίσει να εγγραφεί ως εργάτης στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το αφεντικό στο οποίο δούλευε, για ένα κομμάτι ψωμί, απέφευγε για τόσα χρόνια να τον βάζει στις καταστάσεις των εργατών του για να μην πληρώνει εισφορές. Είχαν ροζιάσει τα χέρια του να ισιώνει σιδερόβεργες που προορίζονταν για τις οικοδομές. Οι πληγές, που έχασκαν, τον πονούσαν πολύ. Έμεναν αγιάτρευτες για να του υπενθυμίζουν ποια είναι η μοίρα των φτωχών που παλεύουν να εξασφαλίσουν το μεροκάματο του τρόμου.

Αυτή η άθλια η ζωή έκανε τον Θεοδόση διαταραγμένο άτομο. Τον φόρτωσε με διάφορες ψυχώσεις. Η ψυχή του πλημμύριζε από παράλογες ιδέες και ψευδαισθήσεις. Ως πρόσωπο αποδιοργανωνόταν. Είχε χάσει πια την αυτογνωσία του. Δεν επικοινωνούσε το μυαλό του με τον έσω κόσμο της ψυχής του, ούτε με το περιβάλλον και τους συνανθρώπους του. Φαίνεται πως είχε την προδιάθεση να ζει στη μοναξιά και στη σύγχυση. Δεν ήταν νέος για να μπορεί να ελέγχει την κάθε του πράξη την κάθε του ενέργεια. Πάνω στον πανικό της κατάντιας του ακολούθησε τον πιο εύκολο δρόμο. Έγινε πότης. Όσα χρήματα είχε στην άκρη τα ξόδευε στο ποτό και στις γυναίκες του δρόμου.

Κάποτε αυτά τα λεφτά τελείωσαν. Έμεινε άφραγκος. Το 'ριξε στην επαιτεία. Γύριζε στους δρόμους της πόλης και με απλωμένη την παλάμη ζητιάνευε. Τα λιγοστά χρήματα που μάζευε δεν του 'φταναν για να ζήσει. Με τα πόδια να πονάνε από το περπάτημα να μην τον ακούνε, και να μην βαστάνε το κορμί του, δεν μπορούσε να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον.

Έτσι, μια μέρα, αποφάσισε να βρει ένα μόνιμο στέκι για να ζητιανεύει. Πήγε και διάλεξε το έμπα της γέφυρας, στην αρχή του πεζόδρομου, στην δεξιά πλευρά της. Πήρε από το σαράι του μια κουρελού- προίκα της συγχωρεμένης γυναίκας του- και την έστρωσε κάτω. Γονάτισε κι ακούμπησε την πλάτη του στο τσιμεντένιο παραπέτο. Πάνω στην κουρελού έστησε ένα άδειο τενεκεδένιο δοχείο κονσέρβας. Καθώς έβλεπε τους περιπατητές να τον πλησιάζουν, τους καλούσε να τον βοηθήσουν με παραπονιάρικη φωνή: «Καλοί μου χριστιανοί, ελεήστε τον φτωχό γέροντα! Ελεείστε τον σακάτη και δυστυχισμένο!».

Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια του Θεοδόση, ώσπου την περασμένη χρονιά έμελλε να τον επισκεφθεί η κακή του μοίρα.

Ήταν δεκαπενταύγουστος. Γιόρταζε η Παναγιά! Εκατοντάδες κόσμου μπαινόβγαιναν στην εκκλησία της συνοικίας που πανηγύριζε. Ο μαστρο-Θεοδόσης έτριβε από χαρά τις ροζιασμένες και σκελετωμένες παλάμες του και μονολογούσε: «Σήμερα θα τα 'κονομήσω για τα καλά. Στις μεγάλες γιορτές η καρδιά των ανθρώπων μαλακώνει κάπως. Πολλοί θα περάσουν από μπροστά μου. Μερικοί απ' αυτούς θα με λυπηθούν και θα με βοηθήσουν.»

Πριν φύγει από το σαράι του, για να ξεγελάσει την πείνα του, έφαγε το μοναδικό αυγό που είχε βάλει στην άκρη.

Πήρε τους δρόμους και περπατούσε σκυφτός. Στηριζόταν σε δυο μπαστούνια επειδή είχε σκεβρώσει και είχε καμπουριάσει από το πολύ καθισιό. Κοντοστάθηκε και ξανακάθισε στο στέκι του. Χαιρόταν που και τούτη τη φορά θα μάζευε αρκετά χρήματα. Όπως ήταν άυπνος, για μέρες, και ταλαιπωρημένος, άθελα του, έγειρε το κεφάλι του στο στήθος και αποκοιμήθηκε. Αποσπάστηκε από το βάρος του, το σώμα του έγινε ανάλαφρο και άρχισε να αιωρείται στο υπερπέραν. Στο ακατοίκητο χάος της ψυχής του πετούσαν τώρα άγγελοι και του σιγοτραγουδούσαν χαρούμενα τραγούδια για να του απαλύνουν τον πόνο της καρδιάς του. Ο Θεοδόσης ευχαριστιόταν να ζει, έστω για λίγο, σε κόσμο μαγικό και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Όμως οι στιγμές ευτυχίας είναι ελάχιστες, όπως ελάχιστοι ήταν και οι περαστικοί που άφηναν φιλοδώρημα. Βυθισμένος στη θλίψη του και στον πόνο αφηνόταν να τον παρασύρουν σκέψεις απελπισίας. Ζώντας τα οδυνηρά του πάθη, δεν περίμενε να ζήσει καλύτερες στιγμές. Κάπου στα μεσάνυχτα τέσσερεις νεαροί ξενύχτηδες, μεθυσμένοι, κοντοστάθηκαν μπροστά του. Στο θολό πέλαγος των ματιών τους, ο Θεοδόσης φάνταζε σαν ένα θεριό που τους έκλεινε τον δρόμο και τους απειλούσε. Ανακατεύτηκαν τα σωθικά τους. Η παρουσία του έδιωξε τα αισιόδοξα όνειρα που έχτιζαν για ώρες στης ταβέρνας το στέκι. Η κακία περίσσεψε στην καρδιά τους:

-Ας απαλλάξουμε την κοινωνία από τούτο το βδελυρό υποκείμενο,... είπαν.

-Γέρο! .. .Του φώναξε ένας από αυτούς.

-Τι 'ναι βρε παλικάρι;.. .του 'κανε με εναγώνιο τρεμούλιασμα της φωνής του ο ζητιάνος.

-Βρε καθίκι!... -Ναι, παιδί μου!...

-Εμείς τώρα, θέλουμε να παίξουμε μαζί σου!..

Τα μετέωρα λόγια τους, τα έπνιξε στον πόνο που είχε βραδιάσει εντός του. -Τι σόι παιχνίδι μπορώ να κάνω μεσάνυχτα, εγώ, ένας σακάτης μαζί σας; -Να!... είπε ο πιο χοντρός της παρέας.

-Θα σε σηκώσουμε στον ώμο, οι τέσσερίς μας και θα σε πάμε ως τη μέση της γέφυρας να παίξουμε την τυφλόμυγα.

-Τι μεθυσμένα λόγια είν' αυτά που μου λες, χαμένο κορμί; -Βρε άχρηστε, τολμάς και με βρίζεις;

-Ο χοντρός έσκυψε νευριασμένος και τον άρπαξε από τις μασχάλες.

-Μην με σφίγγεις!...πονάει το κορμί μου.

-Βάλτε ένα χέρι κι οι άλλοι,.. .φώναξε ο ογκώδης τύπος.

Τον άρπαξαν από τα χέρια και από τα πόδια και τον κουβάλησαν ως τη μέση της γέφυρας. Τον έστησαν ολόρθο επάνω στο τσιμεντένιο παραπέτο. Γέλασαν με την καρδιά τους. Ύστερα τον έσπρωξαν με δύναμη. Μέσα στην φεγγαρόφωτη νύχτα ακούστηκε ένα άγριο ουρλιαχτό. Το σώμα του ζητιάνου αιωρήθηκε στο κενό, έκανε μερικές γκέλες στον αέρα και ύστερα έπεσε με πάταγο στα ήσυχα νερά του ποταμού. Τον πήρε το ποτάμι, άψυχο, και βάλθηκε να τον σεργιανίζει και να τον οδηγεί προς τις εκβολές, προς το Νυχτερέμι, προς την τελευταία του κατοικία.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass