Toυ Κώστα Γιαννούλα
Όσοι γεννηθήκαμε μεταπολεμικά και συγκεκριμένα λίγο πριν ή λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1950, βιώσαμε τις συνέπειες του εμφυλίου σπαραγμού, που μαζί με τον πόλεμο του 40 και την κατοχή άφησαν πίσω τους αίμα και δάκρυ, ερείπια και στάχτη, μίση και πάθη και ένα λαό, που συνέχιζε αποδεκατισμένος να ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες όχι μόνο λόγω έλλειψης βασικών αγαθών αλλά και λόγω του ότι η μηχανή και το ηλεκτρικό ρεύμα, που άλλαξαν και βελτίωσαν τη ζωή μας αργότερα, δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνιση τους στην επαρχία, όπου σημειωτέον συνέχιζε να ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων.
Οι περισσότεροι από μας ζήσαμε την ανέχεια, το χειρωνακτικό τρόπο καλλιέργειας της γης και κατόπιν την ανοικοδόμηση της χώρας, την αστυφιλία και τη μετακίνηση των Ελλήνων προς αναζήτηση της τύχης τους εντός και εκτός Ελλάδος. Πέραν τούτου, κατά την περίοδο της εφηβείας και των φοιτητικών μας χρόνων νιώσαμε στο πετσί μας επί επτά χρόνια, τί σημαίνει δικτατορία και έλαχε σε μας ο κλήρος να αγωνιστούμε με στόχο να αλλάξουν και να βελτιωθούν τα κοινωνικοπολιτικά πράγματα στον τόπο μας χρησιμοποιώντας ως βασικό μας σύνθημα το περίφημο εκείνο “ Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία“.
Κάποια στιγμή, εκπρόσωποι της γενιάς μου, της γενιάς του Πολυτεχνείου όπως την αποκαλούμε, κληθήκαμε από διάφορα πόστα να πάρουμε τις τύχες της χώρας στα χέρια μας και να κάνουμε πράξη τα οράματα και τις προσδοκίες τις δικές μας και του λαού μας, αλλά μάταιος κόπος. Και αυτό γιατί στην πορεία, μια που η εξουσία είναι γλυκιά και ως άλλη Κίρκη γοητεύει, μεταμορφώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να ξεχνούν τις υποσχέσεις και τα οράματά τους, άλλος λιγότερος και άλλος περισσότερο, πολλοί μηδίσαμε, γίναμε ριψάσπιδες, συμβιβαστήκαμε με τα κακώς κείμενα, που κατηγορούσαμε, και εξαργυρώσαμε τις αγωνιστικές μας περγαμηνές για να αποδειχθεί στην πράξη, ότι ο αγώνας τελικά έγινε για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα τίποτε, αν κρίνουμε απ' όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας, κάνοντας κουρελόχαρτο το σύνθημα, για το οποίο αγωνιστήκαμε.
Καταφέραμε, βέβαια, λόγω και της ένταξης της χώρας μας στην ευρωπαϊκή αγορά να βελτιώσουμε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων το βιοτικό μας επίπεδο και να χορτάσουμε ψωμί, αλλά και αυτό στην πορεία το ακυρώσαμε εξ αιτίας της επιλογής να ζούμε, πολιτεία και λαός, με δανεικά, με αποτέλεσμα να ρίξουμε τη χώρα στα βράχια και να προκύψουν τα επώδυνα μνημόνια, που βιώνουμε. Περί παιδείας, ούτε λόγος να γίνεται, αφού με τα συνεχή «ράβε – ξήλωνε» και τις απανωτές «μεταρρυθμίσεις», αν εξαιρέσουμε την υλικοτεχνική υποδομή, πάμε από το κακό στο χειρότερο, ενώ και η ελευθερία αποτελεί ζητούμενο, αφού άλλοτε την καταντήσαμε ασυδοσία και σήμερα είμαστε φόρω υποτελείς στους δανειστές.
Και το ακόμη χειρότερο• ετοιμαζόμαστε οι της γενιάς μου λόγω ηλικίας να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια χώρα, όπου συνεχίζει, δυστυχώς, να βασιλεύει η ίντριγκα, η διαπλοκή και η διαφθορά, η σκανδαλολογία, ο κομματικός φανατισμός, η ημετεροκρατία και η αναξιοκρατία, η υποσχεσιολογία, η ασυδοσία, η τρομοκρατία και η ατιμωρησία των μπαχαλάκηδων, η φοροδιαφυγή, η κοινωνική αδικία και η ανεργία, ο έρπων φασισμός, το προσφυγικό και τόσα άλλα, που κάνουν τη ζωή μας δύσκολη και μας εκθέτουν ως χώρα.
Δυστυχώς, δε κάναμε τότε, που έπρεπε, τις αναγκαίες εκείνες τομές και μεταρρυθμίσεις, που χρειάζεται η χώρα, για να ορθοποδήσει, και περιμέναμε τους δανειστές να μας τις επιβάλλουν, ενώ είναι αμφίβολο, αν και αυτοί θα τα καταφέρουν, μια που το περίφημο εκείνο πολιτικό κόστος των εκάστοτε κυβερνώντων και η δίψα για την καρέκλα παραμονεύει στη γωνία και είναι έτοιμο να ακυρώσει κάθε προσπάθεια.
Το ακόμη πιο δυσάρεστο είναι ότι και η γενιά των καταλήψεων, γέννημα-θρέμμα της γενιάς μου, που κρατά σήμερα εν πολλοίς τη σκυτάλη της εξουσίας στα χέρια της, δε δείχνει διατεθειμένη να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του, μια που έταξε πολλά και κάνει ελάχιστα εν μέσω ποικίλλων αναστολών, προβλημάτων και εθνικών κινδύνων.
Για όλους αυτούς τους λόγους και επειδή “ προς γαρ το τελευταίο εκβάν έκαστο των πριν υπαρξάντων κρίνεται “ όχι μόνο δεν είμαι περήφανος για τη γενιά μου, αλλά και τη μέμφομαι γι' αυτά, που μπορούσε να κάνει και δεν έκανε, με αποτέλεσμα να βιώνει σήμερα η χώρα μας μία απ΄ τις μεγαλύτερες κρίσεις της ιστορίας της.