* Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Η πρώτη φορά που είδα παράσταση του Βέλγου περφόρμερ Γιαν Φαμπρ ήταν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν κι εγώ δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Στην αρχή, ανέβηκε στη σκηνή ένας τύπος που άρχισε να καπνίζει. Ύστερα άναψε και δεύτερο τσιγάρο, κάπνιζε και με τα δύο χέρια. Ύστερα άρχισε να καπνίζει και με τα πόδια – ξάπλωσε και κάπνιζε. Ύστερα μπήκε και μια κυρία, που ξάπλωσε κι αυτή στη σκηνή κι άρχισε κι αυτή να φουμάρει με χέρια και με πόδια. Η αίθουσα είχε ντουμανιάσει κι εγώ έφυγα, επειδή βαριόμουν αφόρητα.
Μπράβο, φοβερό. Ένας καλλιτέχνης «της πρόκλησης» κάνει μια βλακεία που δεν θα την έκανε ούτε παιδί. Και από κάτω, ο κόσμος περιμένει να δει μήπως έχει να πει κάτι παραπάνω από την κύρια ιδέα του θεάματός του. Δεν φεύγει – και στο τέλος άλλοι βρίσκουν διάφορα επίπεδα ανάγνωσης, άλλοι συγκινούνται από τη λιτότητα στη φόρμα (αμφίβολη λιτότητα, αφού μέχρι να τελειώσει το έργο οι τύποι που έπαιζαν θα έπρεπε να έχουν αδειάσει περίπτερο) και κάποιοι ντρέπονται να παραδεχτούν ότι είδαν ένα φέσι το οποίο τους κορόιδευε.
Έκτοτε, λόγω δουλειάς, είδα και άλλες παραστάσεις του Βέλγου καλλιτέχνη – καμία μέχρι το τέλος. Μου είναι αφόρητος. Εξεζητημένες ιδέες κενές περιεχομένου, αυτό είναι το έργο του. Η επίμαχη παράσταση «Ορος Όλυμπος», που ξεκινούσε με τον χορό των «παλλόμενων πεών» (όπως επικράτησε να λέγεται η παράσταση στο Ίντερνετ), πρωτανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και πέρασε απαρατήρητη – χειροκροτήθηκε, δηλαδή, από σκουπιδοφάγους στο όνομα της τέχνης. Αν o Φαμπρ δεν ερχόταν ως κυβερνητική επιλογή στην Ελλάδα με λευκή επιταγή, να κάνει το επόμενο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με μόνο δικά του έργα και έργα φίλων και συμπατριωτών του, πλαισιωμένος από ομάδα Βέλγων, θα ήταν ένας ακόμα εκκεντρικός καλλιτέχνης για λίγους.
Αλλά ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς είχε επενδύσει πάνω του την τύχη ολόκληρου του Φεστιβάλ Αθηνών. Και οι αντιδρώντες (που δεν ήταν όλοι ακραίοι δεξιοί και φασίστες) στην ουσία είπαν ότι δεν γίνεται ένας περφόρμερ (ή ένας curator, ένας επιμελητής, όπως ο ίδιος αυτοπροσδιορίστηκε), όσο εργατικός και να είναι, να βγάλει εις πέρας ένα τόσο μεγάλο, τόσο πολυάνθρωπο, τόσο πολυσυλλεκτικό και τόσο περίπλοκο θεσμό όσο το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
***
Ποιος έφταιγε για το φιάσκο; Ο Γιαν Φαμπρ;
Με τίποτα. Επιδοτούμενος καλλιτέχνης εκ Βελγίου, ήρθε στην Ελλάδα έχοντας πάρει διαβεβαίωση ότι θα κάνει ό,τι θέλει, άλλωστε δήλωσε ότι ολόκληρο το Φεστιβάλ ήταν γι’ αυτόν μια «εγκατάσταση», η υποδομή για να αναπτύξει το σύνολο της δουλειάς του. Σε ένα ματαιόδοξο επάγγελμα, όπως αυτό του καλλιτέχνη, αυτό είναι καταξίωση.
Απ’ αυτή την άποψη, ο Γιαν Φαμπρ δεν πρέπει να ήρθε για να κάνει μια αρπαχτή. Αλλά όταν ήρθε, κατάλαβε ότι το «πρότζεκτ» ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που είχε πιστέψει. Και μόλις είδε και τις αντιδράσεις, αποχώρησε με μικρά πηδηματάκια.
Το λάθος, λοιπόν, δεν ήταν του Φαμπρ, αλλά της κυβέρνησης. Ο Αριστείδης Μπαλτάς, παρότι αυτοπροσδιορίζεται ως φιλόσοφος, δεν μπορεί να ξεχωρίσει δυο βασικά πράγματα: ότι άλλο πράγμα ένας καλλιτέχνης κι άλλο πράγμα ένα φεστιβάλ. Ο καλλιτέχνης, ιδίως στις αφηγηματικές φεστιβαλικές τέχνες, έχει υποχρέωση να αναπαραστήσει έναν κόσμο, και θα κριθεί από την αναπαράσταση που θα προτείνει. Το Φεστιβάλ, αντιθέτως, πρέπει να φιλοξενήσει πολλούς καλλιτέχνες, να τους προγραμματίσει, να βρει συγγένειες και αντιθέσεις, να συνομιλήσει με ένα μεγάλο κοινό το οποίο θα πληρώσει εισιτήρια, να έχει διεθνή φήμη επειδή μόνο έτσι θα ανταποκριθεί στο τουριστικό κίνητρο της ύπαρξής του, να δώσει νέο νόημα στο θεματικό περιεχόμενό του (σοβαρό θέατρο, χορός, μουσική, εικαστικά και, ειδικά για την Επίδαυρο, σύγχρονες αναπαραστάσεις του αρχαίου δράματος), να δώσει κίνητρα στο εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό κ.λπ.
Όλα αυτά απαιτούν πολλή δουλειά, πολύ χρόνο, κατάλληλους και έμπειρους ανθρώπους με παγκόσμιες διασυνδέσεις, γνώση, διάθεση, όραμα, πνευματικότητα... Τα τελευταία δέκα χρόνια, το πρόσωπο αυτό υπήρξε. Ονομάζεται Γιώργος Λούκος και χάρη σ’ αυτόν το Φεστιβάλ, από καλλιτεχνικά ανύπαρκτο, απέκτησε παγκόσμια φήμη, καταφέρνοντας να γίνει πόλος συσπείρωσης της ανήσυχης νεολαίας. Έμπειρος καλλιτεχνικός μάνατζερ, καλλιτέχνης ο ίδιος, διευθυντής του Φεστιβάλ της Λυών, ήρθε στην Ελλάδα και τα άλλλαξε όλα. Διεύρυνε μάλιστα τους ορίζοντες του Φεστιβάλ και μηδένισε τα χρέη του.
Αλλά δεν άρεσε στον Αριστείδη Μπαλτά και στους συμβούλους του. Και τον έδιωξαν αφού πρώτα τον σπίλωσαν, περίπου ως καταχραστή – σε μια υπόθεση που εξαγγέλθηκε από τον υπουργό αλλά δεν έχει ανοίξει από τη Δικαιοσύνη!
Ο Φαμπρ ήταν ο αντί του Λούκου, για το μυαλό του υπουργού. Πόσο άσχετος και πόσο επαρχιώτης αποδείχθηκε.
***
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι η Αριστερά είναι καλή στην κουλτούρα.
Ο χειρισμός της υπόθεσης Φεστιβάλ Αθηνών, αποδεικνύει ότι η ιδεοληπτική Αριστερά είναι καταστροφική παντού. Άσχετοι άνθρωποι, αδύναμοι να ξεχωρίσουν στοιχειώδεις έννοιες, διαλύουν ίσως το πιο γερό κύτταρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της έκθεσής της, χωρίς να έχουν εναλλακτική πρόταση. Μαγεύονται από έναν καλλιτέχνη που δεν τον γνωρίζουν, τον φέρνουν εδώ, του παραδίδουν ένα ολόκληρο Φεστιβάλ, ο πρωθυπουργός τον δέχεται στο Μαξίμου και του δείχνει έναν πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής που έχει στο γραφείο του, και όταν την άλλη μέρα εκείνος φεύγει, καταλαβαίνοντας ότι η δουλειά που του ανετέθη τον προσπερνά, εκείνοι κάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα.
Απολίτιστη κομπανία. Άσχετοι, επαρχιώτες, καταστροφικοί, εξουσιομανείς. Η υπόθεση Γιαν Φαμπρ έδειξε την πνευματική γύμνια μιας κυβέρνησης. Και στο κάτω κάτω, αν διέλυε απλώς το Φεστιβάλ Αθηνών μικρό το κακό.
Η κυβέρνηση όμως βυθίζει τη χώρα στην απόλυτη απαξίωση, στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ύπαρξής της. Κι αυτό δεν είναι περφόρμανς.