© Πανελλήνιο Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος 1821-1921,
Αθήναι 1922, τ. 6 (Εκκλησία-Κλήρος), σ. 180
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Ο Αρσένιος Αφεντούλης γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης το 1869. Απόφοιτος της Εμπορικής (1882-1887) και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1887-1894), διετέλεσε ιεροκήρυκας στον Γαλατά, γραμματεύς του μητροπολίτου Χαλκηδόνος (1896), αρχιδιάκονος, πρωτοσύγκελος και επόπτης των σχολών της μητροπόλεως Εφέσου (1897-1901), επίσκοπος Ειρηνουπόλεως (1901-1910) και μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριουπόλεως (1910). Το 1913 συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Βουλγάρους και το ίδιο έτος εγκατέλειψε την Στρώμνιτσα μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Ο ίδιος κατέφυγε στη Λάρισα [1]. Με υπόδειξη του βασιλέως Κωνσταντίνου εγκρίθηκε (17 Ιουλίου 1914) [2] και κυρώθηκε (31 Ιουλίου 1914) [3] η τοποθέτησή του ως μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμώνος. Έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την αποκατάσταση των προσφύγων που κατέκλυσαν τη Λάρισα μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο. Το 1916 διορίσθηκε μέλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά το κίνημα της Εθνικής Αμύνης (1917) κατηγορήθηκε μαζί με άλλους μητροπολίτες ότι «εν συμπράξει μετά λαϊκών ομάδων και σωματείων, απεφάσισαν και εξετέλεσαν ανάθεμα [Αθήνα, Πεδίο του Άρεως] κατά του αρχηγού της πολιτικής μερίδος των φιλελευθέρων κ. Ελευθερίου Βενιζέλου» [4]. Με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαιρέθηκε και εξορίσθηκε στη μονή Χοζοβιωτίσσης στην Αμοργό. Το 1919 φυλακίστηκε στην Αθήνα και τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους εξορίσθηκε αρχικά στη μονή του αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο και αργότερα στη μονή των Στροφάδων (Μάρτιος 1920). Με το Βασιλικό Διάταγμα της 16 Νοεμβρίου 1920 θεωρήθηκαν άκυροι και ως μη γενόμεναι οι καταδικαστικές αποφάσεις περί της καθαιρέσεώς του, αλλά στις 3 Δεκεμβρίου 1922, η Επαναστατική Επιτροπή ακύρωσε το προαναφερθέν διάταγμα [5]. Το 1923 αποκαταστάθηκε οριστικά στη μητρόπολη Λαρίσης.
Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του (ειδικά μετά την αποκατάστασή του), αναδείχθηκε σε εξέχουσα μορφή της Λάρισας λόγω του τεράστιου φιλανθρωπικού του έργου. Περιέθαλψε εκατοντάδες πρόσφυγες που αναζήτησαν στη πόλη μία καλύτερη τύχη, διοργάνωσε καθημερινά συσσίτια ενώ χορηγούσε χρηματικά ποσά σε χρόνια πάσχοντες και ανέργους καθώς και σε άπορους φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Σε όλες τις ενέργειές του είχε αμέριστους συμπαραστάτες τον Δήμο της Λάρισας και τους διατελέσαντες δημάρχους: Δημήτριο Παπαγεωργίου, Βασίλειο Αρσενίδη, Μιχαήλ Σάπκα και Στυλιανό Αστεριάδη.
Εκοιμήθη εντελώς ξαφνικά (από ανακοπή καρδίας) στις 26 Δεκεμβρίου 1934. «Απλούς, προσηνής, αγαθός, φιλάνθρωπος, έχαιρε της γενικής εκτιμήσεως και δι’ αυτό με μεγάλην θλίψιν ηκούσθη ο θάνατός του» [6]. Την ίδια ημέρα σε έκτατη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας εκδόθηκε ψήφισμα και αποφασίσθηκε με εισήγηση του δημάρχου Στυλιανού Αστεριάδη «ένεκα των πλείστων υπηρεσιών τας οποίας ο αποβιώσας προσέφερεν εις τον Δήμον, εις τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της πόλεως ως και εις το ορφανοτροφείον αυτής», η κηδεία αυτού να γίνει Δημοτική δαπάνη με το ποσό των 2.000 δρχ. να εκταμιεύεται από το αποθεματικό κεφάλαιο του προϋπολογισμού 1934-1935 [7]. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου ενώ στις 27 Δεκεμβρίου 1934 εψάλη η εξόδιος ακολουθία χοροστατούντων των μητροπολιτών Δημητριάδος κ. Γερμανού και Ελασσώνος κ. Καλλινίκου. Τους επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο ιεροκήρυκας Θωμάς Σαράφης και ο δήμαρχος Στυλιανός Αστεριάδης. Του αποδόθηκαν τιμές αντιστρατήγου εν ενεργεία [8], ενώ την πομπή μέχρι το παλαιό νεκροταφείο συνόδευσαν οι δημοτικές, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος κόσμου. Ο ιεράρχης που διακρίθηκε «διά τα πατριωτικά και θρησκευτικά του αισθήματα» [9] ετάφη πίσω από το Ιερό Βήμα του ναού των Ταξιαρχών. Είχε τιμηθεί με τον μεγαλόσταυρο των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος και το παράσημο Μετζητιέ πρώτης τάξεως. Ο Δήμος Λαρισαίων ονοματοθέτησε προς τιμήν του οδική αρτηρία στη συνοικία του Αγίου Αχιλλίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γεώργιος Παπάζογλου, Άγνωστη αυτοβιογραφία του Θρακός Αρσενίου Αφεντούλη, τελευταίου μητροπολίτου Στρωμνίτσης. Αθήνα: έκδοση Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1995. Πρβλ. σχετική βιβλιοκρισία από τον Αθανάσιο Ε. Καραθανάση στα Μακεδονικά (Θεσσαλονίκη), τ. 29 (1993-94), σ. 413-415.
[2] Βασιλικό Διάταγμα (17 Ιουλίου 1914): «Περί καταστάσεως Επισκόπου εν τη Επισκοπή Λαρίσης και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 197/Α/19-7-1914).
[3] Βασιλικό Διάταγμα (31 Ιουλίου 1914): «Περί κυρώσεως Επισκόπου Λαρίσης και Πλαταμώνος» (ΦΕΚ 220/Α/7-8-1914).
[4] Καλλίνικος, μητροπολίτης Βέρροιας, Εισήγησις ενώπιον του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου επί της δίκης των τέως Συνοδικών, Αθηνών Θεοκλήτου, Λαρίσης Αρσενίου, Φωκίδος Αμβροσίου, Κεφαλληνίας Δαμασκηνού και Ηλείας Δαμασκηνού. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Παναγ. Α. Πετράκου, 1917, σ. 5.
[5] Βασιλικό Διάταγμα (3 Δεκεμβρίου 1922): «Περί ακυρώσεως των διατάξεων του από 16 Νοεμβρίου 1920 Β.Δ. δι’ ών εθεωρήθηκαν άκυροι αι καταδικαστικαί αποφάσεις του Ειδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου περί καθαιρέσεως των ποτέ Μητροπολιτών Αθηνών κ. Θεοκλήτου και Λαρίσης κ. Αρσενίου» (ΦΕΚ 256/Α/5-12-1922).
[6] Θεσσαλία (Βόλος), φ. 11846 (28 Δεκεμβρίου 1934).
[7] Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά συνεδριάσεων Δημοτικού Συμβουλίου, φκ. 018 [1933-1935], συνεδρίαση 2ας Ιανουαρίου 1935.
[8] Αναγέννησις (Τρίκαλα), φ. 1805 (28 Δεκεμβρίου 1934).
[9] Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 2122 (27 Δεκεμβρίου 1934).