Από τον Βασίλη Πλατή
Την ώρα που αρκετές χώρες της κεντρικής και νότιας Ευρώπης συγκροτούν «ανίερες» συμμαχίες και συναποφασίζουν να κατασκευάσουν υψηλούς φράκτες για να αποκόψουν τις διεξόδους των προσφύγων από τα Βαλκάνια προς την ευημερούσα και «πολιτισμένη» κεντρική και βόρεια Ευρώπη, στην πραγματικότητα «ενταφιάζουν» το προσφυγικό ζήτημα και να μεταθέτουν τη λύση του επ’ αόριστον.
Παράλληλα, εκμεταλλευόμενες τη διαπραγματευτική αδυναμία στην οποία βρίσκεται κατά την παρούσα φάση η Ελλάδα, επιχειρούν να της φορτώσουν ένα πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων που οι ίδιες αδυνατούν να επιλύσουν, και να την καταστήσουν «εξιλαστήριο θύμα» της δικής τους αναισθησίας και πολιτικής ανεπάρκειας.
Προφανώς, οι ίδιες αυτές χώρες που τώρα επιφυλάσσουν στους εαυτούς τους ρόλο τιμητή των άλλων, λησμονούν πως η διεθνής κοινότητα είχε διαχειριστεί το ζήτημα της μετεγκατάστασης των εκατομμυρίων προσφύγων που είχε δημιουργήσει η κατάρρευση των δυνάμεων του Άξονα στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 9 Νοεμβρίου 1943, λοιπόν, εκπρόσωποι σαράντα τεσσάρων κρατών, που αργότερα έγιναν μέλη του ΟΗΕ, συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον και ίδρυσαν την UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), η οποία επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Η οργάνωση αυτή, σε διάστημα δύο ετών (1945-1947) δαπάνησε ποσό 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο σε μεγάλο βαθμό συγκεντρώθηκε από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου για να χορηγηθεί ως ανθρωπιστική βοήθεια στους πρώην συμμάχους τους στην Ανατολική Ευρώπη, την Πολωνία, τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία και τη Σοβιετική Ένωση, και να στεγαστούν και τραφούν οι εκτοπισμένοι και οι πρόσφυγες του πολέμου στην ίδια τη Γερμανία.
Επιστέγασμα όλων αυτών ήταν στα τέλη του 1945 η UNRRA να έχει υπό τον έλεγχό της τη λειτουργία 227 στρατοπέδων και κέντρων περίθαλψης εκτοπισμένων και προσφύγων στη Γερμανία, 25 ανάλογων στρατοπέδων στην Αυστρία καθώς και ευάριθμων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δυστυχώς, στις μέρες μας, οι τότε πρωτοβουλίες των ιθυνόντων της UNRRA δεν φαίνεται να βρίσκουν ανάλογη ανταπόκριση στα ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι ρατσιστικές κραυγές πληθαίνουν σε αρκετά κράτη-μέλη της (Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία, Σλοβακία, ακόμη και στη Γαλλία, όπως αποδεικνύεται από την ανοδική πορεία των ποσοστών της Μαρί Λεπέν).
Βέβαια, και η διεθνής κοινότητα, με κύριους εκφραστές τις κυρίαρχες κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και Ρωσία, εμφανίζεται διχασμένη αναφορικά με τον τρόπο διαχείρισης της συριακής κρίσης, που αποτελεί κατά μείζονα λόγο τη γενεσιουργό αιτία των αθρόων μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.
Οι αποφάσεις των ευρωπαίων ηγετών στο φλέγον ζήτημα του προσφυγικού έχουν ως γνώμονα τη θετική ή αρνητική ανταπόκριση που θα τύχουν στο εσωτερικό των χωρών τους, ενώ καθημερινά εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές γίνονται «θυσία» στο βωμό της πολιτικής επιβίωσης των ευρωπαίων ηγετών και της διατήρησης ισορροπιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Έτσι, οι αποφάσεις που λαμβάνονται συνιστούν ημίμετρα, ενώ η υποκρισία και η ιδιοτέλεια περισσεύουν.
Είναι φανερό ότι οι σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες παραγνωρίζουν τη σημασία του προσφυγικού ζητήματος και αποφεύγουν να λάβουν πειστικές και συγχρόνως «δύσκολες» αποφάσεις. Επιπλέον, αγνοούν την πρόσφατη ιστορία της γηραιάς ηπείρου και εγκλωβίζονται στον μικρόκοσμο της εσωτερικής πολιτικής σκηνής παρορώμενοι την ευρύτερη εικόνα. Κρίμα...
Ο Βασίλης Πλατής, είναι φιλόλογος-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.