* Από τον Κώστα Γιαννούλα
Ο μέσος Έλληνας για πολλούς λόγους δεν τρέφει τα καλύτερα των αισθημάτων για τους ξένους, γιατί έμαθε να τους θεωρεί, αν όχι αποκλειστικά, κατ’ εξοχήν υπεύθυνους για πολλά απ’ τα δεινά, που γνώρισε ο τόπος στο διάβα του χρόνου. Στη νεότερη ιστορία της χώρας, άλλοτε τον έφταιγαν οι Τούρκοι, άλλοτε οι Βαυαροί, άλλοτε οι Αγγλογάλλοι και οι Ρώσοι, άλλοτε οι Γερμανοιταλοί, άλλοτε οι Βόρειοι γείτονες και οι Σοβιετικοί και κατόπιν οι Αμερικανοί και τώρα τελευταία η Μέρκελ και οι συνοδοιπόροι της.
Έγιναν, όντως, στο παρελθόν και γίνονται και σήμερα πολλές παρεμβάσεις και επεμβάσεις των ξένων στις υποθέσεις της χώρας, που άφησαν, όμως, γλυκόπικρη γεύση. Τους κατηγορούμε π.χ. για την επιβολή και στήριξη επί χρόνια του μοναρχικού καθεστώτος και της Βαυαροκρατίας, για τη στάση τους στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στη Μικρασιατική Καταστροφή, για τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου σπαραγμού και της επτάχρονης δικτατορίας και προπάντων για την αφαίμαξη και την εκμετάλλευση του λαού μας μέσω σύναψης δανείων και τώρα τελευταία με την επιβολή των μνημονίων.
Ωστόσο, αν η εξέγερση των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για ελευθερία και ανεξαρτησία δεν γοήτευε τους φιλελεύθερους της Ευρώπης, καθώς επίσης και τους ρομαντικούς εκείνους Ευρωπαίους, που τους είχε συναρπάσει η επανεμφάνιση της Ελλάδας στην παγκόσμια σκηνή, αν όλοι αυτοί δε θεωρούσαν τις ήττες και τις αποτυχίες της Ελλάδας δική τους υπόθεση, αν το 1827 δεν καίγονταν από τους συμμάχους στον Ναυαρίνο ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος του Ιμπραήμ και δεν πιέζονταν οι Τούρκοι απ’ τους Αγγλογάλλους και Ρώσους να υπογράψουν το 1832 τη συνθήκη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας μας, αν δεν έβαζαν την υπογραφή τους στις συνθήκες για τον διπλασιασμό της έκτασής μας, αν η χώρα μας δεν ακολουθούσε σ’ ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι το άρμα της δυτικής ευρώπης και προτιμούσε αυτό της ανατολικής και των άλλων Βαλκανικών χωρών, ξέρουμε, τώρα πλέον εν πολλοίς και με βάση τις εξελίξεις, ποιά θα μπορούσε να ήταν η τύχη μας.
Ξέρουμε, επίσης, ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 και όσοι άλλοι ακολούθησαν γι’ αυτό τον σκοπό, δεν θα μπορούσαν να στηριχθούν και να συντηρηθούν μόνο με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία των Ελλήνων. Χρειαζόταν απ’ την αρχή και χρήματα για την αγορά πλοίων, όπλων και άλλων εφοδίων, για μισθοδοσία στρατού και υπαλλήλων και κατόπιν για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη της χώρας.
Και επειδή, για ποικίλους λόγους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι γνωστοί, τα έσοδα της χώρας από εκούσιες εισφορές Ελλήνων, από εσωτερικά δάνεια και φορολογία ανέκαθεν υστερούσαν και υστερούν έναντι των εξόδων, η χώρα αναγκάστηκε πάρα πολλές φορές στη σύγχρονη ιστορία της να προσφύγει στον εξωτερικό δανεισμό. Σε 800 χιλιάδες λίρες π.χ. και σε 2 εκατομμύρια αντίστοιχα ανέρχονταν τα περίφημα εκείνα αγγλικά δάνεια του αγώνα, που το 1824 και το 1825 πήρε η χώρα. Το 1832 πήραμε, επίσης, δάνειο ανασυγκρότησης της χώρας ύψους 60 εκατομμυρίων φράγκων με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Απ’ το 1945 μέχρι το 1950, χάρις και στο σχέδιο Μάρσαλ, εισπράξαμε πάνω από 2 δισ. δολάρια, ενώ κατά την περίοδο των ενταξιακών διαδικασιών στην ΕΟΚ, μετά απ‘ αυτήν αλλά και κατά την περίοδο, που διανύουμε, εισέρρευσαν στη χώρα τεράστια κεφάλαια.
Ο εξωτερικός δανεισμός έχει, βέβαια, τα καλά του, αφού εξασφαλίζει άμεσα ρευστότητα και ζεστό χρήμα. Έχει, όμως, και δύο επακόλουθα, απ‘ τα οποία εξαρτάται εν πολλοίς, η επιτυχία του. Το ένα έχει να κάνει με το πώς αξιοποιούνται αυτά τα χρήματα και στις τσέπες ποιών, τελικά, καταλήγουν, και το άλλο με το πόσο δυσμενείς ή ευνοϊκοί είναι οι όροι σύναψης των δανείων. Δυστυχώς, και στη μία και στην άλλη περίπτωση δια της πολιτικής ηγεσίας δεν τα πήγαμε καθόλου καλά. Γι‘ αυτό και το πληρώσαμε με συνεχείς ρυθμίσεις χρεών και επαναδιαπραγματεύσεις, με επανειλημένες χρεωκοπίες, πτωχεύσεις και οικονομικές κρίσεις και προπάντων με την εξάρτηση της χώρας απ‘ τους ξένους λες και είμαστε προτεκτοράτο τους και φόρω υποτελείς τους.
Και κάτι ακόμα χάριν της αλήθειας. Οι επεμβάσεις και παρεμβάσεις των ξένων καθώς και η συμβολή τους στη δημιουργία και οργάνωση του ελληνικού κράτους στόχευαν πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, τα οποία, όταν συνέπιπταν μεταξύ τους, εξελίσσονταν επ’ αγαθώ και για τα δικά μας, οπότε κοντά στον βασιλικό ποτίζονταν και η γλάστρα. Όταν, όμως, συγκρούονταν μεταξύ τους, οπότε ο ένας ξένος τραβούσε από δω και άλλος από κει, τότε πλήρωνε ακριβά το μάρμαρο η χώρας μας.
Γι‘ αυτό, λαμβάνοντας υπόψη όσα εξιστόρησα παραπάνω, άρχοντες και λαός ας σταματήσουμε, επιτέλους, να ρίχνουμε όλα τα βάρη για το κατάντημα της χώρας στους ξένους. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες, που μας αναλογούν, και ας φροντίσουμε να παράγουμε περισσότερα απ‘ όσα καταναλώνουμε, προκειμένου να μεγαλώσει η πίτα διανομής και να μην εξαρτάται η τύχη της χώρας μας απ‘ τα δάνεια των ξένων και τους όρους τους. Μόνο έτσι θα γίνουμε, σιγά-σιγά, αφεντικά στον τόπο μας. Αλλιώς πώς, «άστα-βράστα».