Από τον Λάζαρο Μακρή*
Η επίμαχη τροπολογία που προβλέπει τη δυνατότητα επιχορήγησης από τους Δήμους και Περιφέρειες σε Νοσοκομεία και εποπτευόμενους φορείς του Υπουργείου Υγείας, δημιούργησε μια αναστάτωση που όλοι παρακολουθούμε.
Προφανώς, όπως και η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) μεταξύ άλλων επισημαίνει, χρειάζεται να προηγηθεί ένας διάλογος με την ίδια την Αυτοδιοίκηση για ένα θέμα που αφορά και στην ίδια. Αλλά για την οικονομία των επιχειρημάτων, ας το υποβαθμίσουμε αυτό ως διαδικαστικό ζήτημα, παρότι δεν είναι τέτοιο.
Επί της ουσίας η κυβερνητική πλευρά ισχυρίζεται ότι η τροπολογία ούτε λίγο ούτε πολύ, απλώς δίνει τη δυνατότητα σε όσους Δήμους ή Περιφέρειες περισσεύουν πιστώσεις, να μπορούν νομίμως να χρηματοδοτούν Νοσοκομεία ή φορείς του Υπουργείου Υγείας που το έχουν ανάγκη. Μόνο –θα προσέθετε κανείς- καμία φορά το πνεύμα ενός νομοθετήματος είναι ισχυρότερο του «γράμματός» του και η εξαίρεση εύκολα μεταβάλλεται σε κανόνα.
Ο γράφων, έχοντας παλιότερα την ιδιότητα του αυτοδιοικητικού στελέχους αλλεπαλλήλων θητειών, και την μεταγενέστερη ιδιότητα του διοικητού Νοσοκομείων και Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ), μπορεί να καταθέσει υπευθύνως την αμέριστη στήριξη που είχε στις προσπάθειές του από το σύνολο των αυτοδιοικητικών αρχόντων.
Εδώ προκύπτει όμως ένα πρακτικό ερώτημα: Με την υποχρηματοδότηση που χαρακτηρίζει τους Οργανισμούς της Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ Βαθμού, πόσοι Δήμοι ή Περιφέρειες έχουν την πραγματική δυνατότητα να χρηματοδοτούν δαπάνες απολύτως απαραίτητες για τον πολίτη, ωστόσο ξένες ως προς τις δικές τους θεσμοθετημένες αρμοδιότητες;
Για να μην είμαστε ισοπεδωτικοί, πιθανώς η τροπολογία δύναται να εξυπηρετήσει καταστάσεις που αφορούν σε ελαχιστότατες περιπτώσεις, καθίσταται όμως πομφόλυγα, αφού αγνοεί το όλον, καθώς και την ίδια την πραγματικότητα. Επί πλέον δίνει το άλλοθι σε ανεπαρκείς διοικητές φορέων του Υπουργείου Υγείας, με ευκολία να μεταθέτουν δικές τους ευθύνες στην Αυτοδιοίκηση, δεδομένου ότι ο αιρετός άρχων είναι πάντα κοντύτερα στον πολίτη από ότι ο διορισμένος διοικητής και έτσι το «δύναται» της Αυτοδιοίκησης εύκολα και εσφαλμένα μπορεί να μεταφρασθεί σε «υποχρεούται».
Αντί της παραπάνω διάταξης, οφείλει η κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου να διαθέτει ένα απόθεμα (μαξιλαράκι) ελαχιστότατων έστω πόρων, προκειμένου με ευθύγραμμο και άμεσο τρόπο να χρηματοδοτεί πιθανές έκτακτες ανάγκες των φορέων ευθύνης του. Αυτό δεν το αρνείται ούτε η Τρόικα… συγγνώμη, το Κουαρτέτο. Και πριν από αυτό, οι κατά τόπους διοικούντες τον χώρο της Υγείας, οφείλουν μέσα από ένα περεταίρω νοικοκύρεμα των οικονομικών τους, να διασφαλίζουν την χρηματοδότηση μικρής κλίμακας έκτακτων καταστάσεων.
Η αντιφατική και τουλάχιστον ακατανόητη εικόνα στελεχών που αξίωναν πριν ένα χρόνο τα πάντα από τους κυβερνώντες, ενώ οι ίδιοι μέσα από την συμμετοχή τους στο Κίνημα «δεν πληρώνω», στερούσαν έσοδα από το κράτος, πέρασε ανεπιστρεπτί. Χρειάζεται σοβαρότητα και δουλειά.
Με την ευκαιρία αυτής της διαπίστωσης θα ήταν χρήσιμο να ενημερωθεί πρωτίστως η κοινή γνώμη της Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, αλλά και ο υπουργός, κατά πόσο προχώρησε η υλοποίηση του εγκεκριμένου και από τον κ. Κουρουμπλή σχεδίου, που παρέδωσε η προηγούμενη διοικητική αρχή της ΥΠΕ στην σημερινή, το οποίο αφορούσε στη στέγαση των δομών της Α’ Βάθμιας Φροντίδας Υγείας, το οποίο εξοικονομούσε πόρους ύψους 312.000 ευρώ ετησίως και το οποίο εκπονήθηκε ευθύς αμέσως, μόλις τα θέματα της Α’ Βάθμιας Φροντίδας Υγείας πέρασαν στις αρμοδιότητες των ΥΠΕ; Να λοιπόν ένα σημαντικό, ρεαλιστικό ισοδύναμο άμεσης απόδοσης.
Είναι προφανές ότι αν γνώριζε ο Υπουργός Υγείας τη βραδύτητα υλοποίησης του παραπάνω, καθώς και άλλων αντίστοιχων εγχειρημάτων στη χώρα, θα είχε φροντίσει εγκαίρως τα του οίκου του, πριν προωθήσει την επίμαχη τροπολογία.
* Ο Λάζαρος Μακρής είναι καθηγητής Γερμανικής Φιλολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη «Διοίκηση και Διαχείριση Έργων και Προγραμμάτων». Έχει διατελέσει ειδικός σύμβουλος στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, εκλεγμένο αυτοδιοικητικό στέλεχος, πρόεδρος και διοικητής σε εποπτευόμενους φορείς των Υπουργείων Ανάπτυξης και Υγείας