* Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Παρακολουθώντας και διαβάζοντας, δημοσιεύματα στην εφημερίδα μας, την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», άλλα και βλέποντας τα τεκταινόμενα του Δασαρχείου της χώρας μας, σχετικά με το δάσος της Ραψάνης, που τυγχάνει να είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, θέλω να αναφερθώ σε κάποια πραγματικά ιστορικά περιστατικά που γνωρίζω, ζώντας τα και μελετώντας τα, στο διάβα της ζωής μου μέχρι σήμερα.
Το από αιώνες λοιπόν υπάρχον, βακούφικο αυτό ρουμάνι του χωριού μας, μας πάει πολύ μακριά, στο πολύ μακρινό παρελθόν της μακραίωνης ιστορίας μας, απ’ ότι δείχνουν και καταμαρτυρούν, υπάρχοντα στοιχεία στα Θεσσαλικά χρονικά, της καταγεγραμμένης ιστορίας μας. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, τη θέλουμε να πούμε και να αποδείξουμε με τα λεγόμενά μας.
Το δάσος αυτό της Ραψάνης, που το αποκαλούμε με την αραβοτουρκική ονομασία, βακούφικο ρουμάνι – έτσι όπως το ξέρει και το μαθαίνει κάθε Ραψανιώτης από τη μητρική του ακόμη λαλιά, και που όπως προαναφέραμε αποτελεί τα μάτια... και τους πνεύμονες... των κατοίκων της γενέτειράς μου, ίσως να χρονολογείται όσο χρονολογείται και η ύπαρξη των κατοίκων της κοινότητας αυτής. Αφού, όπως πληροφορούμαστε, από διάφορες ιστορικές πηγές, από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια της Άννας και του Αλέξιου Κομνηνού (1081), δηλαδή προς τα τέλη της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης χιλιετηρίδας της χρονολογίας μας, υπήρχε ο οικισμός της Ραψάνης, όπως και το δάσος με το εξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, με τις θαυμάσιες βυζαντινές αγιογραφίες, που σώζονται μέχρι σήμερα. Και αν αναλογιστούμε πως, ο πρώτος οικισμός πρέπει να χτίστηκε μέσα σε ένα πολύ μεγάλο δάσος, στους πρόποδες του μυθικού και θεϊκού βουνού – για τα χρόνια εκείνα – των θεών του Ολύμπου, το μεγαλύτερο εθνικό μνημείο και δρυμό την χώρας μας, τον Όλυμπο. Και στο διάβα των αιώνων, με την πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων και τα βιοποριστικά τους επαγγέλματα, άλλα κυρίως την αμπελοκαλλιέργεια, το απέραντο αυτό δάσος, το κάνανε καλλιεργήσιμη γη και το εκμεταλλεύτηκαν ποικιλοτρόπως, για τις βιοποριστικές τους ανάγκες . Όμως, φύλαξαν και προστάτευσαν το βακούφικο αυτό ρουμάνι, ως κόρη οφθαλμού, για το πολύτιμο οξυγόνο του και για το απαράμιλλο ζωικό και οπτικό του κάλλος. αφού, ανοίγοντας το παράθυρο ή την πόρτα του σπιτιού τους, οι Ραψανιώτες, στο πρώτο τους βίγλισμα, στην πρώτη τους θωριά, το αιώνιο αυτό δάσος αντικρίζουν και ανασαίνουν τη ζωή που τους προσφέρει.
Έτσι, οι άνθρωποι ξέρουν – πολλές φορές - να προστατεύουν τα πολύτιμα αγαθά και τα φυσικά προικίσματα που τους δίνει η μάνα γη και η φύση. Και το Δασαρχείο με τις υπηρεσίες του, που εμφανίστηκε πολύ όψιμα, μόλις πριν λίγες δεκαετίες, για την «εκ του πονηρού», καλύτερη τάχα ανάπτυξη και την αποσυμφόρηση του ρουμανιού, υλοτομώντας γέρικα δέντρα, είναι ψέμα. Ας αλλάξει στάση και ρότα το Δασαρχείο μας, καιρός είναι. Γιατί, πριν να κατασκευαστούν οι αγροτικοί αυτοκινητόδρομοι, για την εξυπηρέτηση των αγροτοκτηνοτρόφων στην περιοχή αυτή, άλλα και την καλύτερη πρόσβαση στα προσκυνήματα οδικώς, με τις κοινοτικές μαχητικές προσπάθειες του γηραιότερου τότε στην ιστορία της άλλοτε κοινότητας του χωριού, του αείμνηστου, πατριδολάτρη κοινοτάρχη Δημητρίου Βλαχοστέργιου (1978 – 1982) το δασαρχείο και οι υπηρεσίες του ήταν ανύπαρκτες στο δάσος αυτό. Αλήθειες αψεγάδιαστες και πραγματικές αναφέρουμε. Ιστορικά γεγονότα που ο αρθρογράφος τα έζησε και τα βίωσε μέσα από τον Πανελλήνιο Κοινωνικοεκπολιτιστικό Σύλλογο Αποδήμων Ραψανιωτών και τον Οινοποιητικό Συνεταιρισμό Ραψάνης και Περιχώρων, την ίδια περίοδο (’78 – ‘84) που περιγράφουμε πιο πάνω, αφού τυγχάνει το πρώτο ιδρυτικό μέλλος και ο πρόεδρος των δύο αυτών φορέων, της εποχής εκείνης.
Δυστυχώς όμως. Η μοίρα του δάσους ακολουθεί τη μοίρα του χωριού μας φαίνεται,... αν δεν αντισταθούμε μαχητικά και δικαιωματικά στους κακόβουλους αυτούς επιβολείς.
Το δάσος με τα προσκυνήματά του, είναι ένα πολύ σπουδαίο ιστορικό μνημείο για την κοινότητα αυτή, είναι κυριολεκτικά οι πνεύμονες και τα μάτια των Ραψανιωτών. Θέλουν τώρα κάποιες δασικές υπηρεσίες να το εκμεταλλευτούν για ιδιοτελείς... σκοπούς και λόγους και να αφήσουν τους λίγους πλέον μόνιμους κατοίκους, της ιστορικής αυτής κοινότητας στο έλεος του θεού... και στην τύχη τους άμοιρους. Μια κοινότητα, ένα κεφαλοχώρι, το άλλοτε «διοικητήριο» των περιχώρων του κάτου Ολύμπου, το ωραιότερο θέρετρο του Νομού της Λάρισας, τη Ραψάνη, με τα 750 σπίτια και τις 4.250 κατοίκους, κατά τη δεκαετία του ’50, που με τις πολιτικές της φτωχοποίησης και της αστυφιλίας που εφαρμόστηκαν, εγκατέλειψαν οι Ραψανιώτες την πατρώα γη τους, και αποδήμησαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας μας, για το «καρβέλι», για να ζήσουν μαχόμενοι καλύτερα. Σήμερα, η ξακουστή αυτή κοινότητα, έμεινε με τους λιγοστούς μόνιμους απόμαχους ξωμάχους της, που δεν ξεπερνούν τα 500 άτομα, να φυλάγουν την πολύτιμη ιστορική αυτή κληρονομιά, των απανταχού Ραψανιωτών.