Οχληρό απόγευμα. Καθισμένος σ' ένα παγκάκι στην κεντρική πλατεία-μία ήταν και είναι η κεντρική μας πλατεία, αν και όχι τόσο κεντρική και ούτε μοναδική πια- παρακολουθούσα την κίνηση και, εκών άκων, την όλο υποσχέσεις ομιλία από την εξέδρα, κομματικού στελέχους, μπροστά σε ενθουσιώδεις οπαδούς που έσειαν πανό. Κοντά στα ταξί, ασθενοφόρο, διά παν ενδεχόμενο. Κόσμος βολτάριζε φαινομενικά αδιάφορα για τα τεκταινόμενα. Ωστόσο κάποιοι κοντοστέκονταν ν' ανάψουν τσιγάρο ή να ξύσουν το γόνατό τους που δεν τους έτρωγε, αρπάζοντας κάτι από την ομιλία. Διακριτικά μην εκτεθούν, αν και τώρα πια ...Κυρίες διέσχιζαν βιαστικά την πλατεία, βαστώντας τσάντες με ψώνια ή κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι. Οι κάργιες κούρνιαζαν τσιροκοπώντας. Στους γύρω δρόμους κορναρίσματα. Κίνηση και άπνοια. Απόγευμα η ώρα εφτά.
Τότε ανάμεσα απ' όλους αυτούς και απ' όλα αυτά τα τρομερά, ξεφύτρωσε μέσα από το πλήθος μία μορφή. Πίσω από τους όρθιους ακροατές, πίσω από τους κορμούς των δέντρων και των άγρυπνων αγαλμάτινων φρουρών της πλατείας ξετρύπωσε αυτός. Να έρχεται σφεντόνα προς το μέρος μου, λες και με είχε εντοπίσει από ώρα και τη στιγμή εκείνη το αποφάσισε ή να καραδοκούσε την ελεύθερη, καθαρή θέση δίπλα μου και βιαζόταν να την καπαρώσει μην τυχόν προλάβει άλλος. Κύριος σοβαρός, συμπαθητικός, ευθυτενής, περίπου εβδομήντα πέντε. Φορούσε ρεπούμπλικα χρώματος καφέ, κουστούμι στο ξεθωριασμένο καφέ και αυτό, γραβάτα ανεμοδαρμένο λουκάνικο. Πλαστική από σούπερ μάρκετ σακούλα, με προσοχή στο χέρι να κρατά. Σαν να φοβόταν μη χυθεί το περιεχόμενο της. Η πρώτη εντύπωσή μου ήταν πως είναι κάποιος παροπλισμένος κομματάρχης από αυτούς που ανθούσαν και αφθονούσαν κάποτε. Τον παρατηρούσα επιδεικτικά, ίσως ενοχλητικά γι' αυτόν, από τη στιγμή που τον είδα ως τη στιγμή που διασχίζοντας με γρήγορο βήμα την απόσταση ανάμεσά μας ήρθε και προσγειώθηκε δίπλα μου. Έβγαλε το καπέλο και το άφησε στο παγκάκι. Ταυτόχρονα καταπιάστηκε να λύνει με πυρετώδεις κινήσεις τον κόμπο της πλαστικής σακούλας απιθώνοντας στο παγκάκι, ανάμεσα μας, ένα τάπερ λευκό. Το άνοιξε με βιάση. Το περιεχόμενο του, στρόγγυλα μικρά κεφτεδάκια, με μπόλικες βραστές πατάτες. Με ένα πλαστικό πιρούνι που έβγαλε από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, ξεκίνησε να τρώει με βουλιμία. Μόνο που δεν γρύλιζε. Δεν με χαιρέτησε. Δεν μου μίλησε. Ούτε εγώ αυτόν. Έτσι συνηθίζεται στο παγκάκι. Μετά, στο φευγιό γίνονται οι συστάσεις.
Τον κοιτούσα επίμονα, όση ώρα απολάμβανε την τροφή του. Με κοιτούσε και αυτός πού και πού. Ξαφνικά άφησε στη μέση το φαγητό. Σηκώθηκε. Τον είδα να χάνεται πίσω από το περίπτερο στη γωνία. Και σχεδόν αμέσως να εμφανίζεται με ένα κουτί μπύρας στο χέρι. Το άνοιξε. Άρχισε να πίνει. Όταν τελείωσε ποτό και φαγητό του είπα.
«Πώς πάει. Καλά;».
«Καλύτερα δεν γίνεται» είπε.
Έφυγα όταν έπιασε να σκουπίζει τη μύτη του με την πλαστική σακούλα, ενώ η συγκέντρωση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Νίκος Κύρκος