Εκείνο όμως που χαρακτήριζε τον Μιχαηλίδη ήταν η διαχρονική συμμετοχή του στα πολιτικά, κοινωνικά και φιλανθρωπικά δρώμενα της Λάρισας. Στις δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου 1887 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος της Λάρισας (δήμαρχος: Διονύσιος Σ. Γαλάτης). Στις 3 Απριλίου 1888, ο δήμαρχος συνήψε δάνειο 500.000 δρχ. με την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, με σκοπό τη διάθεσή τους σε κοινωφελή έργα στην πόλη. Στις 14 Νοεμβρίου 1888 αποφασίστηκε να διατεθεί ένα μέρος των χρημάτων του δανείου για την αγορά και ίδρυση του νέου χριστιανικού νεκροταφείου στο οικόπεδο της οδού Φαρσάλων (το οποίο είχε προταθεί το 1886). Το Δημοτικό Συμβούλιο όρισε τον Αθανάσιο Μιχαηλίδη (μαζί με τους Χρήστο Βαμβακά, Στυλιανό Παπαγεωργίου και Νικόλαο Σηλυβρίδη) ως μέλη της επιτροπής για τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης [1].
Την ίδια περίοδο (τέλη του 1889) αγόρασε ένα μεγάλο αλλά παλαιό οίκημα στη συνοικία Δαρκουρά (περιοχή γύρω από την Κεντρική πλατεία) και το διαμόρφωσε κατάλληλα για χρήση πανδοχείου. Πρώτος ενοικιαστής του (24 Μαρτίου 1890) αναφέρεται ο πανδοχέας Κωνσταντίνος Βελλίδης (με την εγγύηση του δημοτικού υπαλλήλου Δημητρίου Περιτζόπουλου) [2]. Στις αρχές του 1894 αγόρασε από τον δικηγόρο Δημήτριο Πιπινόπουλο (αντί 3.000 δρχ.), ένα οικόπεδο εκτάσεως 660 τ.μ. στη συνοικία Παράσχου (Αγίου Νικολάου), το οποίο βρισκόταν επί της οδού Αγίου Νικολάου και μεταξύ του ομώνυμου ναού και της κατοικίας του Διονυσίου Γαλάτη [3]. Στο οικόπεδο αυτό ανήγειρε μία πολυτελή έπαυλη για να στεγάσει την οικογένειά του.
Αμέσως μετά από την κατάληψη της Λάρισας κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Αθανάσιος Μιχαηλίδης κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Δύο όμως μήνες αργότερα (27 Ιουνίου 1897) απεβίωσε η σύζυγός του Κλεοπάτρα, η οποία κηδεύτηκε στον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών [4]. Μετά από το τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής (1897-1898), επέστρεψε στη Λάρισα με τα δύο παιδιά του (Αλέξανδρο και Αφροδίτη), όπου διαπίστωσε ότι το κατάστημα και η κατοικία του είχαν λεηλατηθεί, ενώ το πανδοχείο του είχε πυρποληθεί. Σε μικρό διάστημα ανακαίνισε την έπαυλη και το κατάστημα, ενώ ενοικίασε και ένα άλλο μικρότερο δίπλα από αυτό, το οποίο λειτούργησε ως παράρτημα της επιχείρησής του. Είναι άγνωστη η τύχη του πανδοχείου. Τον Ιούλιο του 1898 τιμώντας τη μνήμη της αγαπημένης του συζύγου, πραγματοποίησε αρχιερατικό μνημόσυνο στον ναό του Αγίου Νικολάου [5].
Τον Οκτώβριο του 1898 πρωτοστάτησε με άλλους Λαρισαίους (Πολύχρονος, Μανδαλόπουλος, Σηλυβρίδης, Σαρμουσάκης, Κουτσίνας, Χατζόπουλος, Μαρκατάς, Νταμπασούλης κ.ά.) κατά της μεγάλης καθυστέρησης διανομής του δανείου των 8.000.000 δρχ., που είχε υποσχεθεί η τότε Κυβέρνηση στους δεινοπαθήσαντες Θεσσαλούς κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής [6]. Μετά από τις κινητοποιήσεις, η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να επισπεύσει τις διαδικασίες για τη διανομή του δανείου.
Το 1899 υπήρξε από τους μεγάλους δωρητές της ανεγειρόμενης εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λάρισα. Εκτός από τα μεγάλα χρηματικά ποσά που διέθεσε για την αγορά οικοδομικών υλικών και ξυλείας, δώρισε στον ναό ένα ποσό για να φιλοτεχνηθεί η τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου [7]. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Αθανάσιος Μιχαηλίδης αποχωρίστηκε προσωρινά τον γιο του Αλέξανδρο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου.
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Τα σχέδια του υπό ίδρυση νεκροταφείου εκπονήθηκαν από τον μηχανικό Βασίλειο Σαδούκα, στον οποίο ο δήμαρχος και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου «εξέφρασαν την ευαρέσκειάν τους» (απόφ. 225/1888). Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης, φκ. 004, 14 Νοεμβρίου 1888.
[2]. Μεταξύ των όρων του συμβολαίου ήταν και η υποχρέωση του ιδιοκτήτη να ειδοποιήσει τον ενοικιαστή δύο μήνες νωρίτερα από μία ενδεχόμενη κατεδάφιση του πανδοχείου, ώστε να αναζητήσει έτερο οίκημα για τη λειτουργία της επιχείρησης. Βλ. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 029, αρ. 9767 (24 Μαρτίου 1890).
[3]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044, αρ. 16030 (19 Ιανουαρίου 1894).
[4]. Εμπρός (Αθήνα), 27 Ιουνίου 1897.
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 10 (19 Ιουλίου 1898).
[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 29 (24 Απριλίου 1898).
[7]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 87 (11 Δεκεμβρίου 1899).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου