* Του Δημήτρη Μαγουλιώτη, φοιτητή Ιατρικής
Η απληστία και κατ’ επέκτασιν η φιλαργυρία αποτελούν πάθη συνδεδεμένα με την ανθρώπινη ψυχή από καταβολής εμφάνισης του «σοφού ανθρώπου». Πολύ πριν ο Αριστοτέλης περιγράψει τα «εν τη ψυχή γενόμενα», ο μύθος του βασιλιά Μίδα εξέφραζε με έμφαση τη βαθιά πίστη και πεποίθηση ότι η απληστία όχι μόνο ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, αλλά η υποδούλωση στα κελεύσματά της οδηγεί σε κοινωνική και προσωπική καταστροφή του βίου του υποκειμένου.
Η μεταμοντέρνα εποχή μας, μεθυσμένη από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και της επιστήμης, λάτρεψε και λατρεύει τον ορθολογισμό με την ίδια σπουδή με την οποία δαιμονοποιεί οτιδήποτε δεν παράγει υπεραξία. Ο πολιτισμός διώκεται διότι παράγει ελλείμματα και η παιδεία είναι αποδεκτή υπό την προϋπόθεση ότι παράγει υπερειδικευμένο, ομοιόμορφο και σύμφωνο με τα πρότυπα της «διά βίου μάθησης» εργατικό δυναμικό. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν είναι το κίνητρο της κινητοποίησης της νόησης του ατόμου και η στρεβλωμένη μόρφωση με τη σειρά της αδυνατεί να εξασφαλίσει εργασία και επαγγελματική ασφάλεια. Στη μεταμοντέρνα εποχή η συνεχής απόκτηση νέων πιστοποιήσεων και η ανάπτυξη επιπρόσθετων δεξιοτήτων προσφέρει μονάχα μία αυξημένη πιθανότητα για την ανεύρεση μίας θέσης εργασίας.
Από τη στιγμή που όλα κοστολογούνται, όλα είναι και αναλώσιμα. Και από τη στιγμή που όλα είναι αναλώσιμα είναι και εφήμερα. Το εφήμερο, ωστόσο, διαθέτοντας από τη φύση του την έννοια του ορίου αδυνατεί να δώσει νόημα στο διαχρονικό. Όταν η κοινωνία αδυνατεί να παράσχει στα άτομα μία προοπτική, τότε το νόημα που αποδίδουν τα άτομα στους θεσμούς τελεί υπό αίρεση. Χωρίς νόημα να τους δικαιολογεί, θεσμοί δεν μπορούν να υπάρξουν, κοινωνικοί ρόλοι αδυνατούν να τελεστούν και η κοινωνία πάσχει.
Οι επίγονοι, είναι άνθρωποι ανασφαλείς, χωρίς προοπτική και χωρίς νόημα. Η έννοια του πολίτη έχει χαθεί από τη στιγμή που χάνεται και η έννοια της πόλεως. Έχει αντικατασταθεί από την έννοια καταναλωτής. Τουλάχιστον, ο άνθρωπος αυτός στις εφήμερες μόδες μπορεί να βρει ένα νόημα. Εργάζεται για να καταναλώνει και για να εξασφαλίσει στα παιδιά του, μέσω των σπουδών, τη δυνατότητα να καταναλώνουν επίσης. Ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο επισυνάπτεται. Οι άνθρωποι δέχονται να ασκούν τους ρόλους τους και να διατηρούν την κοινωνική συνοχή, όσο η κοινωνία τους εξασφαλίζει το δικαίωμα να αισθάνονται την ύπαρξη αυτού του νοήματος.
Η κατανάλωση, όμως, διεγείρει πάθη, τα οποία μόνο η πολύπλευρη καλλιέργεια και η απόκτηση αρετής θα μπορούσε να ελέγξει, τα οποία, βέβαια, λείπουν από τα μονόπλευρα υπερειδικευμένα μέλη της καταναλωτικής κοινωνίας. Έτσι γεννιέται η απληστία, την οποία η κοινωνία και το κράτος που την εκπροσωπεί προσπαθεί να ικανοποιήσει μέσω του δανεισμού. Η απληστία, όμως, γεννά και διαφθορά και όσοι κατέχουν την εξουσία τείνουν χωρίς δισταγμό να τη χρησιμοποιήσουν προς ίδιον όφελος.
Φτάνουμε, λοιπόν, σε ένα οριακό σημείο, στο οποίο η διαφθορά των κατεχόντων την εξουσία και η επίπλαστη καταναλωτική ευτυχία των υπολοίπων οδηγεί το κράτος σε υπερδανεισμό και κατά συνέπεια σε εξάρτηση από τις διαθέσεις των δανειστών. Το σύστημα πλέον είναι τόσο εύθραυστο που αρκεί μία απλή κρίση για να πάψει να ισχύει η ταύτιση συμφερόντων «δανειστών», «τοπικών εξουσιαστών» και «καταναλωτών».
Όταν, λοιπόν, δημιουργήθηκε η κρίση ο σιωπηλός αυτός εφήμερος συμβιβασμός τελείωσε και κάθε πλευρά διεκδίκησε ό,τι της αναλογούσε. Το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, παρότι δημιούργησε την κρίση εκμεταλλεύτηκε τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις και τους αποχαυνωμένους πληθυσμούς για να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες και συγκεκριμένα τις γνωστές πολιτικές λιτότητας για να κοινωνικοποιήσει τις ζημίες. Οι πολιτικές αυτές, όμως, στέρησαν από τους ανθρώπους τη δυνατότητα της κατανάλωσης και τη νοηματοδότηση της ζωής που αυτή επέφερε.
Οι τοπικές κυβερνήσεις είναι ανήμπορες να πράξουν το οτιδήποτε διότι αποτελούν έρμαια δύο κυρίως αντίθετων ομάδων συμφερόντων. Από τη μία οι οργισμένοι πρώην καταναλωτές ψηφοφόροι και από την άλλη οι διεθνείς δανειστές. Η πολιτική αστάθεια είναι φυσικό επακόλουθο από τη στιγμή που έχει χαθεί η κοινωνική συνοχή. Αυτή θα αναζητηθεί εκ νέου στους εθνικισμούς. Αποτελούν το μόνο ορατό τη δεδομένη χρονική στιγμή εργαλείο για τους διαχειριστές της τοπικής εξουσίας που μπορούν να προσφέρουν μία έστω ανάπηρη κοινωνική συνοχή. Και οι εθνικισμοί θα γεννήσουν ανταγωνισμούς, διευρυνόμενη αστάθεια και συγκρούσεις, μιας και θα πρέπει συνεχώς να ικανοποιείται το άπληστο πρόταγμα των ακαλλιέργητων μαζών για διαρκή εθνική επιβεβαίωση. Σε ένα τέτοιο κόσμο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσμιας ειρήνης προβλέπεται βραχύ.
Από τον Τρωικό και τον Πελοποννησιακό πόλεμο, μέχρι τις Σταυροφορίες και το αιματοκύλισμα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων η απληστία και η αλαζονεία συνοδεύονταν από δεινά για την ανθρωπότητα. Σήμερα, ωστόσο, η πλήρης απονοηματοδότηση και η πρωτοφανής καταστρεπτικότητα των διαθέσιμων οπλικών συστημάτων αν πυροδοτηθούν από τους εθνικισμούς απειλούν να ανοίξουν ένα «κουτί της Πανδώρας». Μπορούν οι σύγχρονες κοινωνίες να κινητοποιήσουν όλα εκείνα τα πνευματικά αγαθά που συσσώρευσαν στο πέρασμα των αιώνων και να ελέγξουν τα πάθη τους ή θα έχουν το πεπρωμένο του Μίδα;