* Του Χάρη Ανδρεόπουλου
H εκλογή στον θρόνο του Προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Επισκοπής της Πρεσβυτέρας Ρώμης του κ. Φραγκίσκου (χωρίς το «Α΄» - γιατί δεν υπήρξε ακόμη ο Β΄) γέννησε στην υπόθεση του διαχριστιανικού διαλόγου νέες ελπίδες. Καλλιέργησε, σε συμβολικό μέχρι στιγμής επίπεδο, νέες προσδοκίες για μια νέα, θετικότερη προοπτική στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στον μεταξύ τους θεολογικό διάλογο, τον διεξαγόμενο εδώ και δεκαετίες με σκοπό τη διαμόρφωση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την άρση του σχίσματος του 1054 και θα επαναφέρουν τη Χριστιανική Εκκλησία στην αρχαία, την αρχική της ενότητα.
Το βασικό εκκλησιολογικό πρόβλημα που τίθεται στον διαχριστιανικό διάλογο (η υπέρβαση του οποίου αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη διευθέτηση του θέματος της πρωταρχικής και κύριας διαφοράς που έγκειται στο θεολογικής - δογματικής φύσεως θέμα του «Filioque») είναι το ζήτημα του λεγομένου «πρωτείου» του Πάπα. Βεβαίως, στην αρχαία Εκκλησία ο Επίσκοπος Ρώμης είχε τα πρεσβεία («πρωτείο») που του αναγνωρίσθηκαν με τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτά, όμως, δεν ήταν πρεσβεία εξουσίας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, αλλά πρεσβεία τιμής, επειδή ήταν Επίσκοπος της Ρώμης, της λαμπρής και δοξασμένης πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μητέρας των αγίων και των μαρτύρων. Εννοείται δε ότι μετά το σχίσμα του 1054 έπαυσε να ισχύει αυτή η αναγνώριση του πρωτείου τιμής στον Επίσκοπο (της μέχρι τότε αδιαίρετης, αρχαίας Εκκλησίας) της Ρώμης και αυτό έκτοτε περιήλθε στον εκάστοτε Επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριάρχη της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας. Το «πρωτείο» του Πάπα, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται και το θεωρεί η Ρ/Κ Εκκλησία, συνιστά μείζον πρόβλημα καθώς προβάλλεται ως υπερτάτη διοικητική εξουσία του Επισκόπου της Ρώμης σ΄ ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία. Την εξουσία αυτή προσπάθησε να θεμελιώσει η Ρωμαιοκαθολική (εφεξής: Ρ/Κ) Εκκλησία πάνω σε μια πλαστή θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Απόστολος Πέτρος ήταν η κεφαλή των Αποστόλων και, βάσει της θεωρίας αυτής, το προνόμιο αυτό μετέδωσε στον Επίσκοπο της Ρώμης, στην οποία υπήρξε πρώτος Επίσκοπος. Ετσι, λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί, η Εκκλησία πρέπει να αναγνωρίζει τον Πάπα ως κεφαλή Της και τοποτηρητή του Χριστού στη γη. Ασφαλώς, πρόκειται για άποψη εκκλησιολογικά εσφαλμένη, θεολογικά αστήρικτη - και άρα πεπλανημένη - η οποία το μόνο που φανερώνει είναι μια διάθεση «καπετανάτου» της Ρ/Κ έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Από την πλαστή αυτή θεωρία ο νέος Πάπας Φραγκίσκος φάνηκε να κρατά αποστάσεις, και τούτο ακριβώς το γεγονός - το άκρως ενδιαφέρον, εξ επόψεως θεολογικής και ου μόνον - είναι που, καταρχήν, φαίνεται να σηματοδοτεί μια νέα αντίληψη, μια νέα θετική ατμόσφαιρα στο διαχριστιανικό διάλογο. Δημιουργεί ένα νέο, αισιόδοξο κλίμα. Είναι ενδεικτικά τα όσα μετέδωσαν τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως (ΜΜΕ): H ιταλική τηλεόραση RAI σε επανειλημμένες ανταποκρίσεις της από το Βατικανό μετέδωσε ότι «η στάση και οι πρώτες κινήσεις του Πάπα Φραγκίσκου δείχνουν ότι σημείο αναφοράς του φέρεται να είναι ένα εκκλησιαστικό σύστημα στην κορυφή του οποίου να μπορεί να βρίσκεται ένας «πρώτος μεταξύ ίσων» («primus inter pares»), ένα οργανωτικό οικοδόμημα, δηλαδή, το οποίο πόρρω απέχει από το ισχύον, συγκεντρωτικό σύστημα διοικήσεως της Ρ/Κ Εκκλησίας, ενώ ιστορικά ταυτίζεται με την παράδοση και τις θέσεις της Ορθοδοξίας. Στο πλαίσιο της ιδίας «στροφής», εν σχέσει με τους προκατόχους του, ο νέος Ποντίφικας δεν αυτοχαρακτηρίστηκε Πάπας, αλλά «Επίσκοπος της Ρώμης και διάδοχος του Πέτρου», ενώ σε μια άλλη συμβολικού χαρακτήρος κίνηση, ανεκοίνωσε ότι στο οικόσημο που θα συμβολίζει τη θητεία του δεν συμπεριλαμβάνονται τα τρία στέμματα που συνδέονται με την παπική εξουσία. Επελέγησαν μόνον τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου και η αρχαία μίτρα του Επισκόπου της Ρώμης. Επίσης, ο κ. Φραγκίσκος στην πρώτη ομιλία του μίλησε για τη λογική του Σταυρού που θα πρέπει να διακατέχει τον χριστιανό. Υπογράμμισε ακόμη ότι τα εκκλησιαστικά αξιώματα όλων των βαθμίδων δεν έχουν παρά κοσμικό χαρακτήρα, αν κάποιος δεν πορεύεται στη ζωή του ως μαθητής του Χριστού, αίροντας τον σταυρό του. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι αναφέρθηκε στη σημασία του Αγίου Πνεύματος, κάτι που φέρνει πιο κοντά τη θεολογία της Αγίας Εδρας προς την Ορθόδοξη θεολογία. Βεβαίως, όλα αυτά είναι ενθαρρυντικά για την πορεία του διαχριστιανικού διαλόγου, καθώς φανερώνουν μια νέα κουλτούρα διαλόγου, εγγύτερη προς το πνεύμα της Ορθοδοξίας, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο νέος Ποντίφικας κουβαλά στην πλάτη του ένα βαρύ φορτίο από εκκλησιολογικές εκτροπές των προκατόχων του στο θέμα του «πρωτείου», από τις οποίες – αν, πράγματι, εννοεί τα όσα λέει - θα πρέπει να αποστεί.
Ο δρόμος για την ενότητα είναι μακρύς και μόνο με ροδοπέταλα δεν είναι στρωμένος. Ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο θα αποτελούσε ευχής έργον εάν ο νέος Πάπας προσπαθούσε να αποδείξει ότι το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως πρωτείο ενότητας στο πλαίσιο της Εκκλησίας, εκδηλούμενο, κυρίως, ως πρωτείο διακονίας, μαρτυρίας, ευθύνης και τιμής και όχι εξουσίας. Αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει από την κατανόηση της λειτουργίας του πρωτείου του, ως επισκόπου Ρώμης, στο ίδιο το εσωτερικό της Ρ/Κ Εκκλησίας πρώτιστα και ύστερα να φανερωθεί και προς τα έξω. Ετσι, λοιπόν, ένα από τα στοιχεία που θα πρέπει να σηματοδοτήσει την εκκλησιαστική πορεία και διακονία του νέου Ποντίφικα είναι εάν θα μπορέσει την εσωτερική αλλαγή στη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος να τη φανερώσει ως μία διαδικασία εξωστρέφειας και προς τους άλλους και αυτό θα γίνει μόνο όταν η ίδια η εκκλησιαστική συνείδηση καλλιεργηθεί ως μία αλλαγή μέσα από τη συμμετοχική σχέση και διαδικασία. Και ενώ οι δύο Εκκλησίες θα συνεχίζουν να επιχειρούν την υπέρβαση των θεολογικών τους διαιρέσεων, η εκλογή του νέου Πάπα μπορεί να δώσει την ευκαιρία να καλλιεργηθεί περαιτέρω η ελπίδα για την ανάπτυξη μιας άλλης μορφής διαλόγου μεταξύ των διάφορων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, από τον οποίον θα αναδειχθούν οι θεολογικές και ανθρωπολογικές συντεταγμένες προκειμένου οι Εκκλησίες και οι Ομολογίες να συμβάλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας κοινής συνειδήσεως για την αντιμετώπιση και επίλυση διάφορων συγχρόνων κοινωνικών προβλημάτων. Ετσι ώστε, μέσω αυτής της – και σε κοινωνικό επίπεδο - συνεργασίας να νοηματοδοτηθεί ο σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο, στη ζωή, στις κοινωνικές και διανθρώπινες σχέσεις. Να αναδειχθεί η κοινωνική διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων της Εκκλησίας, ως αφετηρία και βάση για την επίλυση των διάφορων προβλημάτων της ανθρώπινης κοινωνίας, όχι με το πνεύμα μιας οργανώσεως δομών που είναι ξένες στο εκκλησιαστικό πνεύμα, αλλά ως συνεπαγωγή και αποτέλεσμα δράσεως, η οποία θα στηρίζεται στο γεγονός της πίστεως, ως γεγονός κοινωνίας και σχέσεως υπαρξιακής για τον συνάνθρωπο.
* Αναφορικώς με τον θεολογικό διάλογο καθ΄ εαυτόν: ασφαλώς και θα πρέπει να συνεχισθεί. Για να γίνει, όμως, πιο ουσιαστικός, ο νέος Πάπας οφείλει να δώσει απτά δείγματα γραφής. Να αποδείξει ότι προσέρχεται ως αδελφός εν Χριστώ, εν πνεύματι αγάπης, και όχι, όπως οι προκάτοχοί του, ως εξουσιαστής της Χριστιανικής Εκκλησίας, κραδαίνοντας το «πρωτείο». Απευχόμαστε να συμβεί το δεύτερο και προσευχόμαστε για το πρώτο, δηλαδή για μια συνάντηση που θα υπηρετεί το όραμα «της των πάντων ενώσεως», υπέρ του οποίου ακαταπαύστως δέεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, ένα όραμα το οποίο αποτελεί επιτακτικό της καθήκον, κατά το θέλημα του Κυρίου, καθώς απορρέει από τη ρητή ευαγγελική εντολή για την ενότητα της χριστιανοσύνης («ίνα πάντες εν ώσιν», Ιωαν. 17, 21). Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιλαμβανομένη το διαχριστιανικό διάλογο ως αγώνα για την επάνοδο των Ρ/Κ αδελφών μας στον χώρο της μιας και μοναδικής, εν Χριστώ αληθείας, όπως την εξέφρασαν με τα δόγματα και τους Κανόνες οι Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαίρετης αρχαίας μας Εκκλησίας, έχει απευθύνει εδώ και χρόνια την πρόταση - πρόσκληση για ένα διάλογο τίμιο και ειλικρινή. Την πρόταση αυτή επικαιροποίησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τονίζοντας, κατά την προσφώνησή του προς τον νέο Πάπα κ. Φραγκίσκο, ότι «η ενότης των Χριστιανικών Εκκλησιών τυγχάνει το πρώτιστον μέλημα ημών και είναι, ασφαλώς, μια εκ των βασικών προϋποθέσεων διά την ενώπιον των ομμάτων των εγγύς και των μακράν αξιοπιστίαν της χριστιανικής μαρτυρίας μας. Προς επίτευξιν αυτής χρειάζεται να συνεχισθεί ο αρξάμενος θεολογικός διάλογος, διά να κατανοηθεί από κοινού και να προσεγγισθή η αλήθεια της πίστεως και η εμπειρία των Αγίων και η κοινή, δι' Ανατολήν και Δύσιν, παράδοσις της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας». Η Ρώμη καλείται να τείνει ευήκοον ους – και ο νέος Πάπας να (απο-) δείξει εμπράκτως την (εικαζομένη, εκ των πρώτων λόγων αυτού) καλή του θέληση. (Αμήν).
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής (ΠΕ01) Β’/βάθμιας Εκπαιδευσης (http://religiousnet.blogspot.com)